Για την πορεία του στο μπάσκετ, την φετινή χρονιά και την ΑΕΚ μίλησε ο Γιώργος Τσαλμπούρης που παραχώρησε μεγάλη συνέντευξη στο «themillennials.gr» .
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Αναλυτικά, όπως δημοσιεύεται η συνέντευξη: Όταν ήταν παιδί μάζευε χαρτάκια από αθλητές, όπως και όλοι μας. Ανάμεσα τους ήταν και εκείνο του πατέρα του. Αθλητής στο μπάσκετ και αργότερα προπονητής, ένας μπασκετόβιος που τον έβλεπε να φιγουράρει στα χέρια του, σκεπτόμενος ότι κάποια στιγμή θα γίνονταν και ο ίδιος ένα από αυτά τα πρόσωπα. Κάποια στιγμή ο ίδιος θα γίνονταν επαγγελματίας μπασκετμπολίστας. Από τον Κολινδρό Πιερίας, ένα μικρό χωριό δίπλα στην Κατερίνη, όταν ακόμη έκανε σουτάκια στα γήπεδα της γειτονιάς και φορούσε τη φανέλα της τοπικής ομάδας, μέχρι τα 10 του, που μετακόμισε την Κατερίνη, ο Γιώργος Τσαλμπούρης ετοιμάζονταν να ακολουθήσει το όνειρο του. Άλλωστε ο ίδιος ήταν προορισμένος από μικρός να κάνει άλματα. Το πρώτο έγινε στο εξωτερικό και στην Ιowa State για να φτάσει λίγο αργότερα, μόλις από τα 18 του, στο σημείο να φορτώνει πόντους, φορώντας τη φανέλα της ΑΕΚ. Σήμερα, δυο μέρες πριν κλείσει τα 23 του, και μετά από μια παραγωγική χρονιά, ο ίδιος μπορεί να αναγνωρίσει τις δυσκολίες του ταξιδιού.
«Πιστεύω ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση το ίδιο εύκολο για ένα παιδί από την επαρχία να αναδειχτεί σε σχέση με ένα παιδί από μια μεγάλη πόλη», μου λέει όταν τον ρωτάω για τη διαφορά της επαρχίας από τα μεγάλα αστικά κέντρα όσον αφορά τις ευκαιρίες που έχει ένα ταλαντούχο παιδί στον χώρο του αθλητισμού.
«Μεγάλωσα μέσα σε ένα περιβάλλον πολύ αθλητικό. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου λόγω της ενασχόλησης τους με τον αθλητισμό με προετοίμαζαν για κάτι που δε γνώριζα. Προσπαθούσαν να μεταδώσουν την εμπειρία τους αυτή σε εμένα.
Ναι, είναι αναγκαία η στήριξη από τον γονέα. Ένας από τους κυριότερους λόγους που μετακομίσαμε στην Κατερίνη ήταν για να πάρω αυτά τα ερεθίσματα όχι μόνο στον μπασκετικό τομέα, αλλά και στο σχολείο και στις εξόδους μου. Να έχω περισσότερες επιλογές μεγαλώνοντας. Πιστεύω 100% ότι η επαρχία είναι πολύ πίσω και ένα παιδί δυσκολεύεται αν θέλει να προοδεύσει στο αθλητισμό.
Όταν βγήκα από την Κατερίνη σαν παιδί και άρχισα να πηγαίνω στην εθνική ομάδα, εκεί όπου υπήρχαν παιδιά κυρίως από Θεσσαλονίκη και Αθήνα, ήμουν σαν τη μύγα μες το γάλα. Ένα παιδί που ξαφνικά πήγε εκεί και δεν ήξερε κανέναν. Όλοι οι συμπαίκτες μου είχαν μάνατζερ από τα 15, 16, ενώ εγώ δεν ήξερα καν ότι υπήρχε agency στο μπάσκετ.
Ποιες είναι οι θυσίες που απαιτούνται από έναν επαγγελματία αθλητή προκειμένου να κάνει αυτό που αγαπάει;
«Έτσι πως είναι δομημένη η χώρα και όπως είναι το σχολείο και ο αθλητισμός, που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, απαιτούνται τεράστιες θυσίες. Στερήθηκα. Δεν πήγα ποτέ 2ήμερη ή 5ήμερη εκδρομή με το σχολείο, ενώ οι κολλητοί μου έχουν γυρίσει όλη την Ευρώπη. Αλλά να σου πω και κάτι μέσα μου ένιωθα ωραία που έλεγα «Ξέρεις, δε θα πάω γιατί προσπαθώ να γίνω μπασκετμπολίστας», και αυτό μου άρεσε. Ναι μεν θα ήθελα να είμαι εκεί αλλά δεν είχα τύψεις που το έκανα. Είχα έναν στόχο και δε στενοχωριόμουν. Και τώρα που είμαι σε ηλικία που οι φίλοι μου είναι ακόμη φοιτητές, ζηλεύω τη φοιτητική ζωή, ζηλεύω την εξεταστική και που διαβάζουν όλη μέρα και δε κοιμούνται, ακόμη κι αυτό το ζηλεύω, γιατί δε το έχω ζήσει και είναι πολύ πιθανό να μη το ζήσω ποτέ. Ζηλεύω την ανεμελιά που είχαν τα πρώτα δύο χρόνια στη σχολή, τις ατέλειωτες διακοπές το καλοκαίρι. Τα ζηλεύω όλα, αλλά δεν είναι ότι αν γύριζα το χρόνο πίσω θα διάλεγα να γίνω γιατρός ή δικηγόρος για να έχω και όλα αυτά. Έκανα συνειδητά αυτές τις θυσίες και δε το μετανιώνω καθόλου».
Είναι αρκετοί οι νέοι αθλητές που αποφασίζουν να φύγουν στο εξωτερικό για να χτίσουν την καριέρα τους. Με βάση και την προσωπική σου εμπειρία πόσο δύσκολη είναι αυτή η διαδικασία;
«Είναι σίγουρα δύσκολο. Για εμένα, το να φύγω από την Κατερίνη και να πάω σε μια χώρα πολύ μακριά, σε μια μικρή πόλη στη μέση του πουθενά, που περιτριγυριζόταν από το πανεπιστήμιο, ήταν κάτι πολύ δύσκολο. Αν ήμουν γονέας και το παιδί μου ήθελε να ασχοληθεί με το μπάσκετ, τότε 100% θα το έσπρωχνα προς αυτή την κατεύθυνση, του κολεγίου και της Αμερικής. Σου παρέχει τα πάντα. Αθλητισμό σε υψηλό επίπεδο με φοβερές παροχές, σε συνδυασμό με μια ακαδημαϊκή πορεία, κάτι που δεν υπάρχει καθόλου εδώ. Οι πιθανότητες να είσαι σε καλό επίπεδο και στα δύο είναι μία στο εκατομμύριο. Διαλέγεις. Είναι μετρημένα στα δάχτυλα τα παιδιά που το έχουν καταφέρει. Αυτή η χώρα απλά δε σου δίνει αυτή τη δυνατότητα.
Η στιγμή που υπέγραψε για την ΑΕΚ και η πορεία στα κιτρινόμαυρα
«Για ένα παιδί από την επαρχία το να πάει στην Αμερική και μετά να βρεθεί στην Αθήνα με ένα συμβόλαιο το οποίο είχε πολύ καλές αποδοχές για τα δεδομένα της χώρας και τα δεδομένα της ηλικίας του, σίγουρα είναι προσωπικά κάτι το τρομερό. Φέτος ολοκλήρωσα την τετραετία στην ΑΕΚ. Την πρώτη χρονιά ήμουν τραυματίας τον περισσότερο καιρό, τη δεύτερη υπήρχαν πολλές αλλαγές παικτών, την τρίτη που ξεκίνησε με πολλές φιλοδοξίες κατέληξα να φεύγω δανικός γιατί δεν άντεχα να μην παίζω όσο ήθελα. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που έφυγα και από το κολέγιο. Χωρίς να το ξέρω πήγα σε μια ομάδα, πολύ καλή, με παίκτες που έπαιζαν στο NBA. Τότε έρχομαι στην ΆΕΚ. Οι φιλοδοξίες μεγάλες. Ξαφνικά δεν παίζεις και τρελαίνεσαι. Έπειτα λοιπόν έρχεται ο δανεισμός και φτάνουμε στην τέταρτη χρονιά, μια χρονιά που ξεκίνησε με καθόλου καλές προσδοκίες αλλά που ωστόσο τελείωσε αρκετά θετικά για εμένα. Μονιμοποιήθηκα, βρήκα έναν ρόλο και νομίζω ήταν μια παραγωγική χρονιά».
Πόσο σημαντικό είναι να πηγαίνεις δανεικός σε μια άλλη ομάδα για να παίξεις, τη στιγμή που μπορείς να λες ότι παίζεις στον ΠΑΟΚ τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ;
«Το να λες παίζω στον ΠΑΟΚ τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ είναι και λίγο άτοπο. Γιατί είναι άλλο να είσαι εκεί και άλλο να παίζεις εκεί. Υπάρχουν παιδιά που έχουν πάρει Ευρωλίγκα με τις ομάδες αυτές και δεν είχαν καν συμμετοχή αλλά δε νομίζω ότι σημαίνει κάτι. Δε νομίζω να είναι πολύ περήφανοι αν η καριέρα τους δεν έχει την ανάλογη συνέχεια. Η επιτυχία και το μεγάλο όνομα είναι κάτι που έρχεται. Μπορεί να το λέω εγώ αυτό που είμαι από τα δεκαοχτώ μου στην ΑΕΚ αλλά σίγουρα παίζουν κι άλλα πράγματα ρόλο. Αν ήμουν εγώ και συμβούλευα κάποιον θα του έλεγα να πηγαίνει εκεί που παίζει. Το να παίζεις είναι για εμένα το νούμερο ένα, από εκεί και πέρα αν κάποιος θέλει να είναι είτε για οικονομικούς λόγους είτε για λόγους κύρους σε έναν μεγάλο σύλλογο και αυτό το καταλαβαίνω, αλλά έχει τις επιπτώσεις του».
Πως νιώθεις όταν φοράς τη φανέλα της Εθνικής;
«Ανατριχίλα», το να φοράς τη φανέλα με το εθνόσημο, να είναι τυπωμένο πίσω το όνομα σου και να ακούς τον εθνικό ύμνο είναι κάτι το τρομερό.
Έχω περάσει τα καλύτερα καλοκαίρια μου με τις μικρές εθνικές, από 15 μέχρι 20, και κάθε καλοκαίρι ήμουν αφοσιωμένος εκεί. Έχω κάνει τους καλύτερους μου φίλους εκεί και είναι πολύ όμορφο να εκπροσωπείς τη χώρα σου σε αυτό που αγαπάς. Όσον αφορά την ανδρών, είχα την τιμή να κληθώ πέρυσι στο πρώτο μπαράζ για το Παγκόσμιο. Μέγιστη τιμή αν και δεν πήρα συμμετοχή. Νομίζω η ομάδα θα ανακάμψει μετά από μια περίοδο χωρίς μεταλλεία και διακρίσεις. Με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, που είναι ένας από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο αλλά και με άλλα παιδιά, όπως ο Σλούκας ή ο Καλάθης νομίζω ότι αυτή η ομάδα έχει μέλλον και υπάρχουν και άλλα παιδιά που έρχονται από πίσω.
Είναι το Role Model με το όνομα Γιάννης μία απόδειξη ότι ο αθλητισμός γεννάει πρότυπα;
«Μέσα από τον αθλητισμό γεννούνται πρότυπα. Και όσον αφορά τον δικό μου χώρο, του μπάσκετ, διαχρονικά σε κάθε γενιά υπάρχει κάποιος που είναι role model. Σίγουρα ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ένα από τα πιο συγκινητικά role model που υπάρχουν. Ένα παιδί που ξεκίνησε από το απόλυτο μηδέν και έχει φτάσει στην κορυφή, σίγουρα εμπνέει πολλούς, ένα παιδί που από την Α2 και την αφάνεια βρέθηκε στο NBA, και έχει ακόμη πολύ μέλλον».
Για το ελληνικό μπάσκετ και τον χουλιγκανισμό των γηπέδων
«Σίγουρα το μπάσκετ είναι από τα καλύτερα εξαγώγιμα προϊόντα που έχουμε σαν χώρα. Αλλά θεωρώ ότι έχουμε περάσει και καλύτερες εποχές στο μπάσκετ.
Φέτος το πρωτάθλημα έγινε μύλος, με τραμπουκισμούς και επεισόδια κατά των διαιτητών, σίγουρα βλέπουμε μια κατάσταση που μας θλίβει και εμάς τους αθλητές και τους μπασκετόφιλους γενικότερα. Σίγουρα τα ελληνικά γήπεδα, οι ελληνικές έδρες και ο «χουλιγκανισμός» μπορούν να δώσουν και μια άλλη νότα λόγω ατμόσφαιρας και της καυτής έδρας που θεωρείται ότι δε τη συναντάς συχνά αλλού. Ωστόσο στη μεγάλη εικόνα είναι κάτι που μας έχει προσφέρει περισσότερα κακά παρά καλά. Έχουμε γίνει πολλές φορές διεθνώς ρεζίλι και είναι κάτι το οποίο δεν εμπνέει κανέναν αθλητή. Το να βλέπεις από το παρκέ ή τον πάγκο ασέβειες και χυδαιότητες είναι κάτι άσχημο. Επειδή παίζω και ευρωπαϊκά παιχνίδια, το να βλέπω το Σάββατο ακραίες καταστάσεις και τελείως απεχθή πράγματα στο γήπεδο και να βλέπω την Τετάρτη σε κάποιες Ευρωπαϊκές χώρες όπως το Βέλγιο, που δεν είναι και η πιο μπασκετική χώρα στον κόσμο, να έχουν τέλειες συνθήκες, με θλίβει».
Λίγο πριν τελειώσουμε τη κουβέντα τον ρώτησα κάτι που απασχολεί όλα εκείνα τα παιδιά που λίγο πριν κοιμηθούν το βράδυ, βλέπουν τον εαυτό τους να καρφώνει σε κάποιο κατάμεστο γήπεδο, να σουτάρουν φορώντας τη φανέλα του Γιάννη ή να πανηγυρίζουν έχοντας κατακτήσει το όνειρο τους.
Τι θα συμβούλευες έναν πιτσιρικά που έχει ταλέντο και θέληση για να κάνει το δικό του άλμα στο μπασκετικό του όνειρο;
«Θα μπορούσα να του πω πάρα πολλά πράγματα αλλά ένα θα έλεγα στο παιδί αυτό. Και ο αδερφός μου είναι 15 χρονών και ένα θα πω και στον ίδιο. Δε χρειάζεται κανένα παιδί να έχει στο μυαλό του αν θα γίνει τόσο καλός για να παίξει στην Α1 ή για να παίξει Ευρωλίγκα.»