Uncategorized

Μοναδικό αφιέρωμα για τον πρωταθληματικό κόουτς της ΑΕΚ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΜΑΝΟΛΟ ΧΙΜΕΝΕΘ ΑΕΚ

Έναν χρόνο αργότερα, ένα παιχνίδι συμπτώσεων, ήταν εκείνο που έφερε τον Χιμένεθ στη Σεβίγια. Ο πατέρας του, φανατικός φίλαθλος της Μπέτις, είχε κάνει τις επαφές ώστε ο γιος του να περάσει από δοκιμή στους «βερδιμπλάνκος» και στη συνέχεια να υπογράψει συμβόλαιο. Πράγματι, ένα πρωινό Σαββάτου ξεκίνησαν μαζί από το Αραάλ για το ραντεβού τους στη Σεβίλλη, με τη συνοδεία του προέδρου της Arahal CF, όμως επειδή είχαν αρκετό χρόνο, σταμάτησαν στην Αλκαλά δε Γουαδαΐρα (κωμόπολη λίγο έξω από τη Σεβίλλη) για να παρακολουθήσουν ένα παιχνίδι των μικρών κατηγοριών της Σεβίγια. Εκεί τους είδε ο Πέπε Αλφάρο, υπεύθυνος των ακαδημιών της ομάδας του Νερβιόν και έπιασε την κουβέντα με τον μπαμπά Χιμένεθ.

Α. Ο ΜΑΝΟΛΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ

Ο Μανόλο Χιμένεθ στο δημοτικό σχολείο «Σαν Ρόκε» του Αραάλ (φωτογραφία από το βιβλίο «Manolo Jiménez, el corazón como escudo» του Αντόνιο Γκαρθία Μπαρμπέιτο).
Όταν ενημερώθηκε για ποιο λόγο πήγαιναν στην πρωτεύουσα, ο Αλφάρο δήλωσε ότι η Σεβίγια ήταν διατεθειμένη να καλύψει τα έξοδα τόσο της διαμονής, όσο και των σπουδών του μικρού Μανόλο και τελικά κατάφερε να πείσει τον πατέρα ότι η επιλογή των «νερβιονένσες» θα ήταν καλύτερη από εκείνη της Μπέτις. Πράγματι, οι δυο άνδρες έδωσαν τα χέρια και ο 17χρονος Χιμένεθ, αντί για το «Μπενίτο Βιγιαμαρίν», βρέθηκε στο «Σάντσεθ Πιθχουάν»! Η Σεβίγια, αντί για πριμ μεταγραφής στην Αραάλ, δώρισε στην πρώην ομάδα του Χιμένεθ πυλώνες και προβολείς για το γήπεδό της και συμφώνησε να διεξαχθεί ένα φιλικό ανάμεσα στους δυο συλλόγους. Λίγο μετά την ενσωμάτωσή του στην εφηβική ομάδα της Σεβίγια, ο Μανόλο παράτησε το σχολείο για να αφιερωθεί 100% στο ποδόσφαιρο.
Μόλις έναν χρόνο αργότερα «προβιβάστηκε» στη Sevilla Atlético, τη δεύτερη ομάδα του συλλόγου και μέσα στην ίδια σεζόν (1983/84), ο Μανόλο Κάρδο, προπονητής της πρώτης ομάδας, του έδωσε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το ντεμπούτο του στην Πριμέρα Ντιβισιόν, σε ένα ματς ανάμεσα στη Βαγιαδολίδ και τη Σεβίγια, στο «Municipal de Zorrilla» (3-3). Ο Κάρδο άφησε τον Χιμένεθ να «ψηθεί» για ακόμη μια χρονιά στη Sevilla B, όμως από την επόμενη περίοδο (1984/85) τον πήρε στην πρώτη ομάδα και του έδωσε ευκαιρίες στο αριστερό άκρο της άμυνας. Ο Μανόλο υπήρξε ένας ακούραστος αριστερός μπακ, με όπλα την ταχύτητα, τις προωθήσεις, το πολύ καλό μαρκάρισμα στο ένας εναντίον ενός και τη σταθερότητα στην απόδοση. Ήταν μαχητής, πεισματάρης, αλλά και πολύ καθαρός στο παιχνίδι του.
Η πρώτη ομάδα στην οποία έπαιξε ο Μανόλο Χιμένεθ ήταν οι Παίδες της Arahal CF. Τον βλέπουμε δεύτερο από δεξιά στη μπροστινή σειρά, πάνω από το βέλος (φωτογραφία από το βιβλίο «Manolo Jiménez, el corazón como escudo» του Αντόνιο Γκαρθία Μπαρμπέιτο).
Απόδειξη αυτού του τελευταίου, είναι ότι στα 15 χρόνια του ως επαγγελματίας, ποτέ του δεν τραυμάτισε σοβαρά κάποιον αντίπαλο. Οι φίλαθλοι στο «Σάντσεθ Πιθχουάν» δέθηκαν μαζί του και πολύ γρήγορα τον έκαναν σύνθημα, με το θρυλικό πλέον «Manolo Jiménez, que cojones tienes» (Μανόλο Χιμένεθ, τί αρχ…α είναι αυτά που έχεις) να δονεί την ατμόσφαιρα στις κερκίδες! Τη σεζόν 1985/86, κέρδισε θέση βασικού, έπαιξε σε 30 παιχνίδια στο αρχικό σχήμα και παράλληλα πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με την Εθνική Ισπανίας U20, σε ένα ματς με αντίπαλο το Μαρόκο (3-0). Την επόμενη χρονιά άλλαξε το σύστημα διεξαγωγής της Πριμέρα (μπήκαν τα πλέι-οφ) και ο Μανόλο αγωνίστηκε σε 43 ματς, υπό τις οδηγίες του Σκωτσέζου κόουτς, Τζοκ Γουάλας.
Την ίδια εμπιστοσύνη τού έδειξε και ο επόμενος προπονητής, Χαβιέρ Αθκαργκόρτα (1987/88), με τον οποίο ο Χιμένεθ ξεκίνησε βασικός σε 36 παιχνίδια, ενώ σημείωσε και το μοναδικό γκολ της επαγγελματικής του καριέρας, σε μια νίκη με 4-0 εναντίον της Λας Πάλμας. Τη σεζόν 1988/89 ήρθε η απόλυτη καταξίωση για τον Μανόλο, αφού κλήθηκε για πρώτη φορά στην Εθνική Ισπανίας των ανδρών από τον ομοσπονδιακό προπονητή, Λουίς Σουάρεθ, κάνοντας το ντεμπούτο του στις 12 Οκτωβρίου του 1988, σε ένα φιλικό παιχνίδι με την Αργεντινή, που διεξήχθη στο «Σάντσεθ Πιθχουάν» (1-1) και στο οποίο ο Χιμένεθ ανέλαβε το ατομικό μαρκάρισμα ούτε λίγο ούτε πολύ, του ίδιου του Ντιέγο Μαραντόνα, παίρνοντας από τον ισπανικό Τύπο πολύ υψηλή βαθμολογία (4/5) για την πολύ καλή του απόδοση.
Το ντεμπούτο του Μανόλο Χιμένεθ με την Εθνική Ισπανίας των Ανδρών στο «Σάντσεθ Πιθχουάν» και αντίπαλο την Αργεντινή (12/10/1988).
Την επόμενη χρονιά, ο Μανόλο συνέχισε στον ίδιο σταθερό ρυθμό, έχοντας 37 συμμετοχές ως βασικός, ενώ η Σεβίγια, μετά από μια πολύ καλή σεζόν και πρωταγωνιστή τον Αυστριακό Τόνι Πόλστερ (33 γκολ), πήρε το εισιτήριο για το Κύπελλο UEFA. Σαν να μην ήταν αρκετό αυτό, ο Χιμένεθ, μαζί με τον συμπαίκτη του, Ράφα Παθ, κλήθηκαν από τον Σουάρεθ στην αποστολή της Εθνικής Ισπανίας για το Μουντιάλ της Ιταλίας. Μάλιστα, λίγο πριν αναχωρήσει η Roja για το Ούντινε, έγινε γνωστό ότι ο Χιμένεθ είχε πει όχι σε πρόταση της Ρεάλ Μαδρίτης, αφού προτίμησε να συνεχίσει στην ομάδα της καρδιάς του! Στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αγωνίστηκε ως βασικός στο εναρκτήριο ματς της Ισπανίας με αντίπαλο την Ουρουγουάη, χάνοντας στη συνέχεια τη θέση του από τον Χενάρ Ανδρινούα.
Επανήλθε στο πρώτο νοκ άουτ, στη φάση των «16», με αντίπαλο τη Γιουγκοσλαβία, όπου η Ισπανία έχασε την πρόκριση με το γκολ του Στοΐκοβιτς στις καθυστερήσεις (2-1). Μετά το Μουντιάλ, ο Βιθέντε Μιέρα διαδέχτηκε τον Σουάρεθ και έναν χρόνο αργότερα, ανέλαβε ο Χαβιέρ Κλεμέντε. Ο Χιμένεθ δεν κλήθηκε ξανά στην Εθνική, έχοντας συμπληρώσει 15 συμμετοχές με τη Roja. Την επόμενη σεζόν (1990/91), ο Μανόλο έπαιξε για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκή διοργάνωση (κύπελλο UEFA), πραγματοποιώντας μάλιστα το ευρωπαϊκό του ντεμπούτο με τον ΠΑΟΚ, τον οποίο απέκλεισε η Σεβίγια στα πέναλτι μέσα στην Τούμπα. Τελικά οι «νερβιονένσες» αποκλείστηκαν με τη σειρά τους στον επόμενο γύρο από την Τορπέντο Μόσχας.
Οι μονομαχίες του με τον Πορτογάλο Πάουλο Φούτρε έχουν μείνει ιστορικές στις αναμετρήσεις της Σεβίγια με την Ατλέτικο Μαδρίτης.
Την περίοδο 1992/93, η Σεβίγια πήρε προπονητή τον Μπιλάρδο και έκανε τη μεταγραφή της χρονιάς, αφού απέκτησε τον Ντιέγο Μαραντόνα. Όμως, παρά την παρουσία πολλών αστέρων στο ρόστερ της (Μαραντόνα, Τσόλο Σιμεόνε, Ντάβορ Σούκερ, Χουάν Κάρλος Ουνθουέ), η ομάδα τερμάτισε στην έβδομη θέση, χάνοντας το ευρωπαϊκό εισιτήριο. Παρόλα αυτά, ο Χιμένεθ συνέχισε βασικός και αναντικατάστατος, κάτι που άλλαξε τελείως την επόμενη σεζόν (1993/94). Μετά την αποχώρηση των Μαραντόνα και Μπιλάρδο, η διοίκηση της Σεβίγια έφερε στον πάγκο τον Λουίς Αραγονές, ο οποίος προχώρησε σε αρκετές μεταγραφές «δικών» του παικτών (Γκάμπι Μόγια, Σολέρ, Φερέιρα κλπ). Παρά τα 24 τέρματα του Σούκερ, η ομάδα έμεινε και πάλι εκτός Ευρώπης, μετά την ήττα της στην τελευταία αγωνιστική από τη Μπαρτσελόνα.
Στο ξεκίνημα εκείνης της περιόδου, φάνηκε ότι ο Αραγονές δεν υπολόγιζε ιδιαίτερα στον Χιμένεθ και σε συνδυασμό με κάποιους τραυματισμούς που τον ανάγκασαν να περάσει από το χειρουργείο, ο παίκτης τελικά αγωνίστηκε μόνο σε δυο παιχνίδια. Ο Αραγονές ανανέωσε την επόμενη σεζόν, όμως άλλαξε τακτική απέναντι στον Μανόλο (που ήδη είχε ψηφιστεί ως αρχηγός από τους συμπαίκτες του) και τον χρησιμοποίησε και πάλι ως βασικό σε 27 παιχνίδια, ενώ η ομάδα τερμάτισε 5η και επέστρεψε στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις μετά από πενταετή απουσία. Τον Αύγουστο του 1995, Θέλτα και Σεβίγια υποβιβάστηκαν στη Σεγούντα Ντιβισιόν Β, επειδή οι διοικήσεις τους δεν είχαν καταθέσει εμπρόθεσμα τις τραπεζικές εγγυήσεις που απαιτούνταν από τον κανονισμό της Λίγκας.
Σε derbi sevillano, με το περιβραχιόνιο του αρχηγού, μαζί με τον Αλέξις Τρουχίγιο της Μπέτις.
Όπως διηγείται ο Χουάν Κάρλος Ουνθουέ, «ο Χιμένεθ με ξύπνησε φανερά αναστατωμένος και μου είπε τα νέα. Ήμασταν και οι δυο αρχηγοί της ομάδας και προσπαθούσαμε να σκεφτούμε πώς θα έπρεπε να αντιδράσουμε. Κάποια στιγμή, ο Μανόλο ξέσπασε σε λυγμούς, ήταν τέτοια η αγάπη του για τον σύλλογο, που δεν μπορούσε να διαχειριστεί την προοπτική ενός υποβιβασμού, ο οποίος μάλιστα δεν οφειλόταν σε αγωνιστικά αίτια». Τελικά, μετά από τεράστια κινητοποίηση των φιλάθλων της Σεβίγια και της Θέλτα, η Λίγκα αύξησε τον αριθμό των ομάδων σε 22 και έτσι οι δυο ομάδες παρέμειναν στην κατηγορία. Μόλις έγινε γνωστή η παραμονή (16/8/1995), ο κόσμος της Σεβίγια που βρισκόταν συγκεντρωμένος έξω από το «Σάντσεθ Πιθχουάν», σήκωσε στους ώμους τον Χιμένεθ, φωνάζοντας μέσα σε ντελίριο ενθουσιασμού, «torero» (ταυρομάχε!) και φυσικά το κλασικό «Jiménez Jiménez, que cojones tienes», όπως μπορείτε να δείτε στο σχετικό βίντεο στο τέλος του κειμένου!
Από εκεί και μετά όμως, άρχισε μια πτωτική πορεία λόγω της κάκιστης διαχείρισης του προέδρου Γκονθάλεθ ντε Κάλδας. Τη σεζόν 1995/96 ο Χιμένεθ είχε 32 συμμετοχές στο πρωτάθλημα και 5 στο Κύπελλο UEFA (έπαιξε στην ήττα μεν, αλλά πρόκριση της ομάδας του δε, με 2-1 από τον Ολυμπιακό), με τη Σεβίγια να σώζεται από τον υποβιβασμό μόλις στην τελευταία αγωνιστική. Τελικά τα χειρότερα ήρθαν την επόμενη χρονιά, την πρώτη του Βασίλη Τσιάρτα στην ομάδα. Παρά την παρουσία παικτών όπως ο Προσινέτσκι, ο Αλμέιδα και ο ίδιος ο Τσιάρτας, η ομάδα έπεσε κατηγορία, ενώ ο Χιμένεθ αγωνίστηκε σε μόλις 16 παιχνίδια. Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για τον νυν τεχνικό της «Ένωσης», που έβλεπε την αγαπημένη του Σεβίγια να βαδίζει προς τον υποβιβασμό, χωρίς να μπορεί να αποτρέψει το μοιραίο.

Με τον πρώην συμπαίκτη του, Ιβάν Σαμοράνο, σε αγώνα της Σεβίγια με τη Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο Χουλιάν Ρούβιο, που ανέλαβε τον πάγκο της Σεβίγια μεσούσης της περιόδου 1996/97, ήταν εκείνος στον οποίο ανατέθηκε την επόμενη χρονιά (1997/98) το δύσκολο έργο της επιστροφής από την Σεγούντα στην Πριμέρα. Το καλοκαίρι του 1997 ολοκληρώθηκε το συμβόλαιο του Χιμένεθ και ο Ρούβιο τον ενημέρωσε ότι δεν τον υπολόγιζε για τη συνέχεια. Ο αποχαιρετισμός στον μεγάλο αρχηγό, ήρθε στις 15 Ιουνίου του 1997, στην προτελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος, στη νίκη με 3-1 επί της Εσπανιόλ (δυο γκολ του Τσιάρτα), με τον Ρούβιο να αποσύρει τον Χιμένεθ στο 81′ και το «Σάντσεθ Πιθχουάν» να σηκώνεται σύσσωμο από τις κερκίδες για να αποθεώσει και να ευχαριστήσει τον Χιμένεθ για την ανεκτίμητη προσφορά του στον σύλλογο του Νερβιόν.

Ο Μανόλο είπε το «adiós» μετά από δεκατέσσερα χρόνια στην πρώτη ομάδα, έχοντας το ρεκόρ του παίκτη της Σεβίγια με τις περισσότερες εμφανίσεις στην Πριμέρα Ντιβισιόν, 354 τον αριθμό, ρεκόρ που παραμένει μέχρι σήμερα στην κατοχή του. Η θέση του αριστερού μπακ έμεινε «ορφανή» για αρκετά χρόνια, μέχρι να εμφανιστούν παίκτες όπως ο Ντραγκουτίνοβιτς, ο Φερνάντο Ναβάρο και από τις ακαδημίες του συλλόγου, ο Αντόνιο Πουέρτα και ο Αλμπέρτο Μορένο. Φεύγοντας από τη Σεβίγια, ο Χιμένεθ ήθελε να συνεχίσει το ποδόσφαιρο. Έκανε προπονήσεις με την Isla Cristina FC και περίμενε κάποια πρόταση. Η Χαέν, που τότε αγωνιζόταν στη Σεγούντα Ντιβισιόν, τον πλησίασε και οι δυο πλευρές συμφώνησαν τον Δεκέμβριο του 1997. Ο Μανόλο έγινε αμέσως βασικός, έπαιξε σε εννέα παιχνίδια, όμως ένας σοβαρός τραυματισμός στον λαιμό, τον ανάγκασε να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια και να βάλει τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα.
Β. Ο ΧΙΜΕΝΕΘ ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ

Τμήμα της μαρμάρινης πλάκας που βρίσκεται έξω από τα αποδυτήρια της Σεβίγια στο «Σάντσεθ Πιθχουάν» και πάνω στην οποία αναγράφονται οι εκατό κορυφαίοι παίκτες στην ιστορία της ομάδας, έτσι όπως τους ψήφισε η πλατιά μάζα των φιλάθλων του συλλόγου. Ο Χιμένεθ φιγουράρει ανάμεσα σε ονόματα, όπως οι Ντάνι Άλβες, Ντασάεφ, Μαραντόνα, Πόλστερ, Σιμεόνε, Σούκερ, Σαμοράνο και βέβαια ο δικός μας Βασίλης Τσιάρτας.

Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της καριέρας του, ο Χιμένεθ πήρε το δίπλωμα του προπονητή και ξεκίνησε τα «αγροτικά» του. Αρχικά δούλεψε λίγο ως τεχνικός γραμματέας στη Χαέν και αμέσως μετά εργάστηκε ως προπονητής στην Arahal CF, την ομάδα της πόλης του, εκεί δηλαδή που είχε κάνει τα πρώτα του βήματα ως παίκτης, πράγμα που για τον ίδιο αποτελεί τιμή, παρά το γεγονός ότι κανείς δεν το αναφέρει, όπως μας είχε πει σε παλαιότερη τηλεφωνική μας επικοινωνία. Στη συνέχεια κάθισε δίπλα στον Χοακίν Καπαρός ως δεύτερος, στον πάγκο της Βιγιαρεάλ (1999) και την επόμενη χρονιά κλήθηκε να αναλάβει τη Sevilla Atlético, τη δεύτερη δηλαδή ομάδα της Σεβίγια. Εκεί συνεργάστηκε με τον φίλο του και πρώην συμπαίκτη του, Μόντσι, ο οποίος είχε πάρει το πόστο του τεχνικού διευθυντή στον σύλλογο. Ο Χιμένεθ έμεινε στη Σεβίγια Β για μια επταετία (2000-2007), στη διάρκεια της οποίας ωρίμασε προπονητικά πετυχαίνοντας μικρά θαύματα.

Το πρώτο από αυτά ήταν η άνοδος της ομάδας από την Tercera (4η κατηγορία) στην Segunda B από την παρθενική κιόλας χρονιά του στον πάγκο. Τερμάτισε στην πρώτη θέση του ομίλου του με 27 νίκες, 8 ισοπαλίες και μόλις 3 ήττες, μπαίνοντας έτσι στα πλέι οφ μαζί με τις πρώτες ομάδες των άλλων ομίλων. Εκεί, με 6 νίκες σε ισάριθμους αγώνες, πέτυχε την άνοδο κερδίζοντας τις εντυπώσεις στην πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας. Στις επόμενες δυο σεζόν (2001/02 & 2002/03) σταθεροποίησε τη Σεβίγια Β στην κατηγορία (11η και 10η θέση) και στη συνέχεια, για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια, την έφτασε στα πλέι οφ ανόδου στη Σεγούντα Ντιβισιόν. Τερμάτισε δυο φορές στην πρώτη θέση της κανονικής περιόδου και κατάφερε την πολυπόθητη άνοδο την περίοδο 2006-07, κάνοντας έτσι την επόμενη χρονιά τη Σεβίγια τον μοναδικό σύλλογο της Πριμέρα Ντιβισιόν με θυγατρική ομάδα στην αμέσως επόμενη κατηγορία.

Με τους παίκτες της Sevilla Atlético στο προπονητικό κέντρο της Σεβίγια.

Στην επταετία που ο Χιμένεθ εργάστηκε ως προπονητής στη Sevilla Atlético (έτσι μετονομάστηκε το 2005 η Sevilla B), η δουλειά του, εκτός από τις δυο ανόδους που πέτυχε, παρήγαγε κάτι πολύ σημαντικότερο για τον σύλλογο. Έβγαλε μέσα από τις ακαδημίες νέα ταλέντα, τα οποία στελέχωσαν τη δεύτερη ομάδα, ωρίμασαν μέσα από το δύσκολο πρωτάθλημα της Segunda B και στη συνέχεια έκαναν το μεγάλο βήμα, περνώντας στη Sevilla FC. Επί χρόνια ολόκληρα οι φίλοι της Σεβίγια πήγαιναν τα μεσημέρια του Σαββατοκύριακου στην «Ciudad Deportiva José Ramón Cisneros Palacios» (το προπονητικό κέντρο της Σεβίγια, το οποίο χρησιμοποιεί ως έδρα η Sevilla B) για να θαυμάσουν τους πιτσιρικάδες του Μανόλο που πρωταγωνιστούσαν στη Segunda B, βάζοντας τις βάσεις για το μέλλον.

Από πού να αρχίσει κανείς και που να τελειώσει! Χοσέ Αντόνιο Ρέγιες, Χεσούς Νάβας, Πάμπλο Ρουίθ, Αντόνιο Πουέρτα, Ντιέγο Καπέλ, Σέρχιο Ράμος, Ντιέγο Περότι, Αντονίτο, Νταβίδ Πριέτο, Κέπα Μπλάνκο, Χάβι Βάρας, Φεδερίκο Φάσιο, Λόλο, είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που έκαναν καριέρα, περνώντας από τα χέρια του Μανόλο Χιμένεθ. Η διοίκηση ήταν απόλυτα ευχαριστημένη από τη λειτουργία της ακαδημίας σε μια εποχή που η πρώτη ομάδα κατακτούσε τον έναν τίτλο μετά τον άλλο σε Ισπανία και Ευρώπη. Το καλοκαίρι του 2007 και ενώ ο Χιμένεθ ετοιμαζόταν για τη νέα μεγάλη πρόκληση της καριέρας του, τη Segunda División (το πρωτάθλημα είχε ήδη ξεκινήσει), συνέβησαν μερικά γεγονότα που άλλαξαν το σκηνικό φέρνοντάς τον στο προσκήνιο.

Μόντσι (τεχνικός διευθυντής), Μανόλο Χιμένεθ (προπονητής) και Χοσέ Μαρία ντελ Νίδο (πρόεδρος), η τριανδρία της Σεβίγια την τριετία 2007-2010.

Η Σεβίγια, η Σεβίλλη και ολόκληρη η ποδοσφαιρική Ισπανία προσπαθούσαν ακόμα να συνέλθουν από τον θάνατο του Αντόνιο Πουέρτα (28 Αυγούστου 2007), όταν η Τότεναμ – παραμονές του αγώνα της ομάδας με την ΑΕΚ – έκανε την πρώτη απόπειρα να δελεάσει τον Χουάντε Ράμος. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν στην τοπική εφημερίδα «Estadio Deportivo» με τους ανθρώπους του αγγλικού συλλόγου και τον Χουάντε να βγαίνουν μέσα στη νύχτα από το ξενοδοχείο «Alfonso XIII», σκόρπισαν την αβεβαιότητα σε μια ομάδα που φοβόταν να χάσει ένα από τα βασικά γρανάζια μιας καλοκουρδισμένης μηχανής. Η εύκολη πρόκριση στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ έφερε μια προσωρινή ηρεμία, όμως οι δυο ισχυροί άντρες της Σεβίγια, ο πρόεδρος Ντελ Νίδο και ο τεχνικός διευθυντής Μόντσι γνώριζαν ότι το γυαλί είχε ραγίσει και πως αργά ή γρήγορα ο Ράμος θα υπέκυπτε στα εκατομμύρια της Τότεναμ, η οποία δεν έλεγε να το βάλει κάτω.

Στις 26 Οκτωβρίου του 2007 ο Χουάντε αποδέχτηκε τελικά την πρόταση των Λονδρέζων, όμως ο σύλλογος δεν αιφνιδιάστηκε, αφού είχε έτοιμα ήδη δυο σενάρια για τη διάδοχη κατάσταση. Στο πρώτο από αυτά υπήρχε μια λίστα με τρία ονόματα, των Βαλβέρδε, Μαρθελίνο και Πελεγκρίνι. Στο δεύτερο υπήρχε μόνο ένα, αυτό του Μανόλο Χιμένεθ. Ο Ντελ Νίδο και ο Μόντσι εξέθεσαν τις απόψεις τους στο διοικητικό συμβούλιο και κατέληξαν στη λύση του δικού τους ανθρώπου. Ο Χιμένεθ βόλευε για πολλούς λόγους. Ήξερε τα κατατόπια, τους παίκτες, τον κόσμο, την πόλη. Είχε αποδείξει την αξία του στις δύσκολες αποστολές της Sevilla B και σχεδόν το ένα τρίτο του ρόστερ της πρώτης ομάδας είχε περάσει από τα χέρια του. Ο Μόντσι γνώριζε ότι θα μπορούσε να συνεργαστεί με τον Χιμένεθ χωρίς προβλήματα, χωρίς να πρέπει να αντιμετωπίσει κάποιον φτασμένο προπονητή στο θέμα της διαχείρισης του μοντέλου που ο ίδιος είχε χτίσει και το οποίο είχε αποφέρει ένα καράβι τίτλους στον σύλλογο. Έτσι λοιπόν η απόφαση πάρθηκε και η παρουσίαση του νέου τεχνικού έγινε από τον πρόεδρο με τη φράση «Al rey muerto, rey puesto» (στη θέση του νεκρού βασιλιά, τοποθετήσαμε καινούργιο βασιλιά).

Ο Μανόλο Χιμένεθ στο ντεμπούτο του ως πρώτος προπονητής της Σεβίγια, στις 27 Οκτωβρίου του 2007, με αντίπαλο τη Βαλένθια στο «Σάντσεθ Πιθχουάν» (3-0).

Η αποστολή του Χιμένεθ δεν ήταν εύκολη. Ο κόσμος της Σεβίγια είχε καλομάθει σε έναν δύσκολο συνδυασμό: θέαμα και (πολλούς και σημαντικούς) τίτλους, με τα δυο συνεχόμενα Κύπελλα UEFA να δίνουν το ξεκάθαρο στίγμα των απαιτήσεων μιας ομάδας που επί Χουάντε Ράμος είχε μαγέψει την ποδοσφαιρική Ευρώπη. Η πορεία στο Champions League έφερε τη Σεβίγια στην πρώτη θέση του ομίλου της με τη δεύτερη καλύτερη επίθεση από τις 32 ομάδες του θεσμού, όμως στο πρώτο νοκ άουτ ήρθε και η πρώτη μεγάλη απογοήτευση. Η Φενέρμπαχτσε πήρε την πρόκριση στα πέναλτι μέσα στο «Σάντσεθ Πιθχουάν», σταματώντας νωρίς τα όνειρα για μια ακόμα μεγάλη ευρωπαϊκή διάκριση. Στο πρωτάθλημα η Σεβίγια έκανε μια αρκετά καλή πορεία, ισοβάθμησε στην 4η θέση με την Ατλέτικο Μαδρίτης και έχασε τα προκριματικά του Champions League στη διαφορά των γκολ στα μεταξύ τους παιχνίδια.

Σε 38 ματς, η ομάδα του Χιμένεθ είχε 20 νίκες, 4 ισοπαλίες και 14 ήττες με τέρματα 75-49. Η πρόκριση στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ της επόμενης χρονιάς δεν ενθουσίασε ιδιαίτερα τους «σεβιγίστας», που ήδη στη διάρκεια της σεζόν είχαν αρχίσει να γκρινιάζουν για το κάπως «σφιχτό» ποδόσφαιρο του Χιμένεθ. Οι «Biris» πάντως (οι φανατικοί της ομάδας) τον στήριζαν απόλυτα, ενώ και οι υπόλοιποι φίλαθλοι ήθελαν να δώσουν πίστωση χρόνου στο «δικό τους παιδί». Τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού της Σεβίγια δεν διέφεραν ιδιαίτερα από τα προηγούμενα χρόνια. Ο Χιμένεθ συνέχισε το κλασικό 4-4-2 δίνοντας φτερά στα άκρα της ομάδας με τους Νάβας, Καπέλ, Άλβες και Αντριάνο, ενώ πόνταρε πολλά στο φονικό δίδυμο των Φαμπιάνο και Κανουτέ. Απελευθέρωσε τελείως στο χώρο του κέντρο τον Μαρέσκα και επέβαλλε τρεξίματα σε όλους τους χώρους.

Με τον Πεπ Γουαρδιόλα, πριν από ματς της Σεβίγια με τη Μπαρτσελόνα.

Η διαρκής πίεση ήταν όμως το μοναδικό τακτικό στοιχείο του Χιμένεθ, κυρίως σε δύσκολες καταστάσεις και κάποιοι δημοσιογράφοι άρχισαν να του κάνουν κριτική στηριζόμενοι σε διαρροές μέσα από τα αποδυτήρια, κατηγορώντας τον για έλλειψη ιδεών και στρατηγικών. Η δεύτερη σεζόν ξεκίνησε με τρεις μεγάλες απώλειες στο ρόστερ (Άλβες, Κεϊτά, Πόουλσεν). Ο Χιμένεθ προσπάθησε να περάσει μια νέα φιλοσοφία στην ομάδα, άλλαξε το σύστημα σε 4-2-3-1 και στέρησε από τη Σεβίγια την επιθετική αύρα των προηγούμενων χρόνων, ψάχνοντας πρώτα την ουσία και αφήνοντας μικρά περιθώρια στο θέαμα. Τα αποτελέσματα ήρθαν, το 1-0 έγινε το συνηθισμένο σκορ της ομάδας, όμως η γκρίνια στο «Σάντσεθ Πιθχουάν» γιγαντώθηκε. Ο κόσμος ήθελε επιθετικό στιλ, αλλά ο Χιμένεθ είχε στο νου του αυτό που είχε πει ο πρόεδρος στο ξεκίνημα της σεζόν: «Φέτος θέλουμε τίτλους».

Η συμμετοχή στο κύπελλο UEFA είχε άδοξο τέλος, αφού η Σεβίγια τερμάτισε 4η στον όμιλό της και έμεινε έξω από τη συνέχεια, όμως τα ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα άρχισαν όταν ο Μαρέσκα δήλωσε ξεκάθαρα στους δημοσιογράφους ότι ο προπονητής δεν είχε σχέδιο και στερείτο τακτικής παιδείας. Ο Χιμένεθ σχεδίαζε από την αρχή της σεζόν να δώσει ρόλο ηγέτη μέσα στο γήπεδο στον Ιταλό, όμως θέλησε να τον αποκόψει σχεδόν τελείως από τα δημιουργικά του καθήκοντα, μετατρέποντάς τον σε αμυντικό χαφ. Ο Μαρέσκα δεν τού χαρίστηκε και έτσι πολύ σύντομα βρέθηκε στον πάγκο και στη συνέχεια στην εξέδρα. Οι μουρμούρες γενικεύτηκαν, αλλά τα λευκά μαντίλια που έκαναν την εμφάνισή τους στο «Σάντσεθ Πιθχουάν» ήταν ακόμα μεμονωμένα, αφού η ομάδα βρισκόταν μονίμως στην πρώτη τριάδα του βαθμολογικού πίνακα.

Έξω από τα αποδυτήρια της Σεβίγια στο «Σάντσεθ Πιθχουάν».

Ο Τύπος – ειδικά ο τοπικός – άρχισε να ασκεί σκληρή κριτική στο στιλ που είχε επιβάλλει ο Χιμένεθ στην ομάδα, όμως ο προπονητής συνέχιζε να έχει τη στήριξη τόσο του προέδρου όσο και του Μόντσι. Ήταν ο ίδιος ο Ντελ Νίδο αυτός που είχε πει απευθυνόμενος στους δημοσιογράφους ότι «ο προπονητής μας είναι ο Βενγκέρ του Αραάλ», υπονοώντας ότι θα τον κρατούσε πολλά χρόνια στην τεχνική ηγεσία. Πάντως η δεύτερη σεζόν του υπήρξε και η πιο πετυχημένη, αφού η ομάδα τερμάτισε 3η παίρνοντας το απευθείας εισιτήριο για τους ομίλους του Champions League. Σε 38 αγώνες είχε 21 νίκες, 7 ισοπαλίες και 10 ήττες με τέρματα 54-39. Αυτό το 54 όμως της επίθεσης έδειχνε ότι η Σεβίγια είχε σταματήσει πλέον να παίζει το γνωστό της ελκυστικό ποδόσφαιρο, παρά το γεγονός ότι η άμυνά της ήταν η δεύτερη καλύτερη στο πρωτάθλημα.

Κόντρα στα περισσότερα προγνωστικά, οι Ντελ Νίδο και Μόντσι αποφάσισαν να ανανεώσουν το συμβόλαιο του Χιμένεθ, ο οποίος μπήκε έτσι στον τρίτο του χρόνο ως προπονητής της Σεβίγια. Η πορεία στο Champions League ξεκίνησε καλά, η ομάδα τερμάτισε πρώτη στον όμιλο και προκρίθηκε στις «16». Στο πρωτάθλημα όμως μια από τα ίδια. Τα αποτελέσματα έρχονταν, αλλά οι απαιτητικοί φίλαθλοι έβλεπαν τη Σεβίγια να παίζει μια τουλάχιστον ταχύτητα πιο κάτω από αυτή του Χουάντε, να μην έχει φρέσκιες ιδέες μέσα στο γήπεδο και να πλήττεται από αλλεπάλληλους τραυματισμούς που αποσυντόνιζαν το βασικό σχήμα με τις συνεχόμενες αναγκαστικές αλλαγές στην ενδεκάδα. Παρόλα αυτά, στο τέλος του Φεβρουαρίου η ομάδα βρισκόταν στην 4η θέση της Πριμέρα, έχοντας και μια διαφορά τεσσάρων βαθμών από την 5η Ντεπορτίβο.

Μαζί με τον Έντσο Μαρέσκα, μετέπειτα παίκτη του Ολυμπιακού.

Στις 24 Φεβρουαρίου η αποστολή της Σεβίγια επέστρεψε από τη Μόσχα με το πολύτιμο 1-1, διατηρώντας έτσι το προβάδισμα για πρόκριση στους «8» του Champions League απέναντι στην ΤΣΣΚΑ. Το κλίμα έδειχνε να γυρίζει υπέρ του Χιμένεθ, (μην ξεχνάμε ότι η ομάδα είχε προκριθεί και για τον τελικό του Copa del Rey, αποκλείοντας στην πορεία τις Μπαρτσελόνα, Ντεπορτίβο και Χετάφε), όμως ο Μάρτιος αποδείχτηκε «γδάρτης». Η Σεβίγια ξεκίνησε ένα αρνητικό σερί αποτελεσμάτων με 5 αγώνες χωρίς νίκη στο πρωτάθλημα και με αποκορύφωμα την ήττα με 1-2 μέσα στο «Σάντσεθ Πιθχουάν» από την ΤΣΣΚΑ, που σήμανε και τον αποκλεισμό από την Ευρώπη. Μια εβδομάδα αργότερα, η Σεβίγια αντιμετώπισε στο γήπεδό της την ουραγό Χερέθ. Ο Κανουτέ έβαλε την ομάδα του μπροστά στο σκορ με πέναλτι, αλλά στις καθυστερήσεις οι φιλοξενούμενοι ισοφάρισαν.

Το τελικό 1-1 ήταν το «κύκνειο άσμα» του Μανόλο στον πάγκο της Σεβίγια. Ο Ντελ Νίδο για πρώτη φορά στη διάρκεια της προεδρίας του απέλυε προπονητή μέσα στη σεζόν. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 23ης Μαρτίου μοίρασε στον Τύπο τη λιτή ανακοίνωση που έβαζε τέλος στη συνεργασία με τον Χιμένεθ. Στα δυόμισι περίπου χρόνια της παραμονής του στην πρώτη ομάδα, ο νυν τεχνικός της ΑΕΚ καθοδήγησε τη Σεβίγια σε 104 αγώνες πρωταθλήματος με 54 νίκες, 17 ισοπαλίες και 33 ήττες. Σε αυτά τα 104 ματς η ομάδα σκόραρε 169 φορές και δέχτηκε 120 γκολ. Και βέβαια, στον τελικό του Κυπέλλου του 2010, με αντίπαλο την Ατλέτικο Μαδρίτης, εκεί όπου η Σεβίγια νίκησε 2-0 και κατέκτησε το τρόπαιο, μπορεί στον πάγκο να καθόταν ο Αντόνιο Άλβαρεθ, όμως σημαντικό μερίδιο στην επιτυχία είχε και ο Χιμένεθ, αφού, όπως ήδη γράψαμε, ήταν εκείνος που οδήγησε την ομάδα μέχρι τον τελικό.

Ο Μανόλο Χιμένεθ στον πάγκο της Σαραγόσα.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Τον Οκτώβριο του 2010 ο Μανόλο αντικατέστησε τον Ντούσαν Μπάγεβιτς στον πάγκο της ΑΕΚ και στην πρώτη του σεζόν οδήγησε την «Ένωση» στην κατάκτηση του Κυπέλλου (3-0 τον Ατρόμητο), όμως αναχώρησε τον Οκτώβριο του 2011 μετά από την κοινή συναινέσει λύση του συμβολαίου του. Στις 31 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς διαδέχτηκε τον Χαβιέρ Αγκίρε στον πάγκο της Σαραγόσα, η οποία μετά από 16 αγωνιστικές βρισκόταν στην τελευταία θέση της Πριμέρα με μόλις 10 βαθμούς. Ο Μανόλο, με μια εντυπωσιακή αντεπίθεση, κυρίως στην τελική ευθεία του πρωταθλήματος, κατάφερε να συγκεντρώσει 43 βαθμούς και να εξασφαλίσει την παραμονή στο τελευταίο δραματικό παιχνίδι της σεζόν. Όμως την επόμενη χρονιά, τα πράγματα λειτούργησαν τελείως αντίστροφα.

Αν και η ομάδα τρεις αγωνιστικές πριν το τέλος, βρισκόταν οριακά εκτός της επικίνδυνης ζώνης, οι τρεις ήττες στα τρία τελευταία ματς την καταδίκασαν σε υποβιβασμό στη Σεγούντα, με άμεση συνέπεια και το τέλος της συνεργασίας μεταξύ των δυο πλευρών. Επόμενος σταθμός ήταν η Αλ Ραγιάν στο Κατάρ, όπου την πρώτη σεζόν η ομάδα του Χιμένεθ υποβιβάστηκε, όμως την επόμενη αγωνιστική περίοδο κατέκτησε το πρωτάθλημα της Qatargas League (β’ κατηγορία του Κατάρ) και επέστρεψε στην Qatar Stars League. Τον Μάιο του 2015 ο Χιμένεθ επέστρεψε στην Ισπανία και έμεινε σχεδόν δυο χρόνια μακριά από τους πάγκους, μέχρι τον Ιανουάριο του 2017, όταν συμφώνησε να αναλάβει εκ νέου την ΑΕΚ, αντικαθιστώντας τον Ζοσέ Μοράις.

Πρωταθλητής Ελλάδας πέρυσι με την ΑΕΚ

Την επόμενη σεζόν (2017/18) ο Μανόλο οδήγησε τον «δικέφαλο» στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, του πρώτου μετά από 24 ολόκληρα χρόνια. Παράλληλα, έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου τόσο το 2017 όσο και το 2018, χάνοντας το τρόπαιο και τις δυο φορές από τον ΠΑΟΚ. Πέρυσι, όταν ολοκληρώθηκε η αγωνιστική περίοδος, ο Ισπανός προπονητής δεν ανανέωσε το συμβόλαιό του με την ΑΕΚ, επικαλούμενος οικογενειακά προβλήματα (θέμα υγείας της μητέρας του). Έτσι λοιπόν, βρέθηκε και πάλι στην Ισπανία, ανέλαβε εκεί την Λας Πάλμας με στόχο να την επαναφέρει στην Πριμέρα, όμως το εγχείρημα δεν πέτυχε και τον περασμένο Νοέμβριο ο Χιμένεθ απολύθηκε από τους «νησιώτες», μένοντας και πάλι ελεύθερος, μέχρι να κληθεί πριν λίγες μέρες από τη διοίκηση της ΑΕΚ να αναλάβει για τρίτη φορά στην καριέρα του τους «κιτρινόμαυρους».

Πηγή: Contra.gr