Η σύγκριση καταστάσεων , ποδοσφαιριστών και τρόπου παιχνιδιού ομάδων με χάσμα τουλάχιστον δέκα έτη είναι κάτι ουτοπικό καθώς το άθλημα αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς!
Άρθρο του Βαλάντη Αλεξούδη
Ανά τα χρόνια, όσοι ασχολούμαστε και μας αρέσει το ποδόσφαιρο , έχουμε υποβάλει τον εαυτό μας στη διαδικασία της σύγκρισης. «Η ΑΕΚ του 1994 ήταν η καλύτερη που έχω δει» , «Ο Μαραντόνα ήταν καλύτερος του Μέσι» , «Ο Εμπαπέ κάνει πράγματα που ο Ανρί έκανε πιο αργά στην καριέρα του» και πολλά ακόμη παραδείγματα. Στέκουν όμως όσα έχουμε κατά καιρούς σκεφτεί και εκφράσει ; Σε ένα μεγάλο ποσοστό , όχι.
Σίγουρα, κάποιες καταστάσεις είναι διαχρονικές. Δεν ξέρουμε πότε θα δούμε καλύτερο ποδοσφαιριστή από τον Λιονέλ Μέσι , σπάνια να παρακολουθήσουμε καλύτερο «μάγο» από τον Ροναλντίνιο , δύσκολο να βρούμε στόπερ και αρχηγό όπως ο Πάολο Μαλντίνι. Είναι κάποιοι αθλητές που φαίνεται πως σε οποιαδήποτε εποχή και να είχαν γεννηθεί , θα διέπρεπαν. Ακόμη κι αυτοί όμως μπορεί να είχαν αναδειχθεί λιγότερο από ό,τι το έκαναν στη γενιά τους.
Ο λόγος είναι απλός. Το ποδόσφαιρο αλλάζει. Κάθε λιγότερο από μια δεκαετία πλέον, οι ποδοσφαιριστές στρέφονται σε διαφορετικά ατού ώστε να μπορούν να ξεχωρίσουν. Πλέον βλέπουμε ένα ποδόσφαιρο πιο άμεσο. Υπάρχει η σταθερή βάση της φυσικής κατάστασης , της αντοχής και του τρεξίματος. Αν δεν υπάρχουν αυτά από τον εκάστοτε ποδοσφαιριστή, σπάνια θα γίνει ο ένας στους πολλούς. Μετέπειτα πλέον ο στόχος των ομάδων που πρωταγωνιστούν είναι το άμεσο παιχνίδι. Κάθετο ποδόσφαιρο, πάσες και , κατά την ταπεινή μου γνώμη, πιο ρομποτικό ποδόσφαιρο.
Σπάνια θα δούμε έναν πλάγιο επιθετικό να ντριμπλάρει ή να έχει ως δυνατό σημείο τη σέντρα. Πλέον άπαντες πρέπει να τρέχουν και να πιέζουν παντού. Τα στόπερ χρειάζεται να «ξέρουν» μπάλα και να είναι γρήγορα , οι ακραίοι οπισθοφύλακες επιβάλλεται να έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους ακραίους επιθετικούς κι αν ξέρουν να αμύνονται αξιοπρεπώς αποτελεί ένα έξτρα θετικό ατού.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε ένα φυσικό και επόμενο αποτέλεσμα. Οι ποδοσφαιριστές που προτιμούν οι ομάδες που πράττουν πρωταθλητισμό και διεκδικούν τρόπαια είναι αναπόφευκτα μικρότερης ηλικίας. Δεν παίζει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο η εμπειρία. Όσα ματς στο Uefa Champions League και να έχει αγωνισθεί ένας ποδοσφαιριστής , αν δεν μπορεί να «υπηρετήσει» το γρήγορο στιλ παιχνιδιού της εποχής δε θα ανταποκριθεί στις ανάγκες του ματς. Το δεδομένο αυτό είναι κάτι που το αποδεικνύουν περίτρανα οι ομάδες αρχικά ανά την Ευρώπη με κορυφαία ιστορία και παρουσία στις μεγαλύτερες διοργανώσεις. Επιγραμματικά Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης είναι δυο από τις ομάδες που έχουν κατεβάσει το Μ.Ο ηλικίας τους πλέον όσο το επιτρέπει το ρόστερ που διαθέτουν.
Ας το δούμε όμως και εγχώρια. Η Εθνική Ελλάδος του Ιβάν Γιοβάνοβιτς πέτυχε μια μεγάλη νίκη στη Γλασκόβη και πέτυχε την άνοδο στο Nations League. Ωστόσο το πιο σημαντικό και αξιέπαινο είναι πως η εθνική μας είχε το χαμηλότερο Μ.Ο ηλικίας μετά το 1960/61. Νέοι , ως επί το πλείστον, ποδοσφαιριστές με όρεξη για παιχνίδι και διάκριση αντικατέστησαν με τη «γαλανόλευκη» άλλους που το έβλεπαν ως υποχρέωση. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Καρέτσας που κάνει τον κόσμο να «παραμιλάει» ο Μουζακίτης , ο Ζαφείρης , ο Τζόλης και πολλοί ακόμη (συν όσους δεν έχουν μπει ακόμη στην εξίσωση όπως Κωστούλας και Τζίμας) , αποτελούν ίσως το πιο ελπιδοφόρο ρόστερ που είχε ποτέ η Εθνική Ελλάδος (τουλάχιστον τα τελευταία πολλά χρόνια).
Ποιο το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω; Το σύγχρονο ποδόσφαιρο έχει συνταγή επιτυχίας και είναι μπροστά μας. Δε γίνεται , για παράδειγμα η ΑΕΚ , να μην έχει κανέναν αθλητή της στη μεγάλη αυτή νίκη – ανατροπή στην αρχική ενδεκάδα και να μην προβληματίζεται. Μάλιστα «δίνει» δυο ποδοσφαιριστές της και δεν μπορεί να δώσει παραπάνω καθώς δε χρησιμοποιεί Έλληνες εκτός του Μήτογλου που είναι άτυχος γιατί έχει «πέσει» πάνω σε μια ανταγωνιστική φουρνιά κεντρικών αμυντικών. Το εξίσου ανησυχητικό είναι πως σε αυτό το σύγχρονο ποδόσφαιρο με αυτές τις απαιτήσεις η ΑΕΚ πήγε με «μπαρουτοκαπνισμένους» και έμπειρους ποδοσφαιριστές που όποτε αναμετριούνται κόντρα στα…νιάτα τα βρίσκουν στην καλύτερη «σκούρα».
Αυτό επιβάλλεται να το λάβει σοβαρά υπόψιν αρχικά ο ιδιοκτήτης της «Κιτρινόμαυρης» ΠΑΕ και οι συνεργάτες του και μετέπειτα ο Ματίας Αλμέιδα ή αν υπάρχει νέος τεχνικός για τη νέα σεζόν. Νέοι ποδοσφαιριστές και ενίσχυση του Ελληνικού στοιχείου είναι δυο δεδομένα που χρειάζεται η «Ένωση». Όχι γιατί αρέσει σε εμάς να το βλέπουμε αλλά γιατί το επιτάσσει το σύγχρονο ποδόσφαιρο, αυτή είναι η συνταγή της επιτυχίας του.