Uncategorized

Χιμένεθ: “Θέλω να βοηθήσω την ΑΕΚ”

Ο προπονητής της ΑΕΚ, Μανόλο Χιμένεθ, έχει την δική του στήλη σε ισπανική ιστοσελίδα, με την ονομασία coachesvoice.


Αναλυτικά όσα έγραψε ο Ανδαλουσιάνος τεχνικός της Ένωσης:

“Ζωντανά μέσα στο χορτάρι δεν τον είδαμε να κουβαλάει όπλο. Είχα στείλει τους παίκτες στα αποδυτήρια όταν ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ μπήκε μέσα στο γήπεδο και τον ακολουθούσαν σωματοφύλακες. Καταλάβαμε ότι είχε όπλο όταν οι εικόνες από το περιστατικό άρχισαν να φτάνουν στα κινητά μας. Εκείνη την στιγμή σκεφτήκαμε: “Φαντάσου αυτός ο άνδρας μέσα στην οργή του να το έβγαζε”. Περάσαμε τρεις ώρες στα αποδυτήρια, ευτυχώς η συμπεριφορά των παικτών και των δύο ομάδων ήταν πολύ καλή και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Ακόμα αναρωτιέμαι πως φτάσαμε ως εκεί. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό που συνέβη εκείνη τη νύχτα έχει προέλθει απ’ ότι συνέβη μέσα στη σεζόν. 

Στο ελληνικό ποδόσφαιρο ο Ολυμπιακός είναι το κλαμπ με το μεγαλύτερο μπάτζετ. Η ομάδα που κυριάρχησε την τελευταία δεκαετία. Πριν απ’ αυτήν την κυριαρχία εμφανίστηκε στον ΠΑΟΚ ένας πρόεδρος με πολύ μεγάλες φιλοδοξίες που αποφάσισε να κάνει μια τεράστια επένδυση για να γίνει πρωταθλητής στην Ελλάδα. Όμως, εμφανίστηκε ένας αντίπαλος που δεν περίμενε. Εμείς! 

Μια ΑΕΚ που συναγωνίστηκε χωρίς να έχει το μεγαλύτερο προϋπολογισμό, αλλά έχοντας πάρα πολύ δουλειά από πίσω. Δεν αγόραζε το πιο ακριβό, αλλά το καλύτερο στην καλύτερη τιμή. Ένα κλαμπ που πόνταρε σε έναν Ισπανό προπονητή με μεγάλες φιλοδοξίες. Μπήκαμε καλά στο πρωτάθλημα, στο πρώτο παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ μας απέβαλαν έναν ποδοσφαιριστή τον Αραούχο. Παρ’ όλα αυτά καταφέραμε να κερδίσουμε και από εκείνη τη στιγμή ήμασταν συνέχεια τρεις βαθμούς μπροστά απ’ αυτούς. Στο παιχνίδι στην Τούμπα κρατούσαμε το 0-0, ένα αποτέλεσμα που μας ευνοούσε, μέχρι που σκόραραν στις καθυστερήσεις. Όμως, ο διαιτητής σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο και πήγε στην άκρη για να μιλήσει με τον βοηθό του. Μετά από μερικά λεπτά ο διαιτητής αποφάσισε να ακυρώσει το γκολ θεωρώντας ότι είναι οφ – σάιντ. Τότε εισέβαλε ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο όμως, ότι αυτή η εικόνα δεν αντιπροσωπεύει το ελληνικό ποδόσφαιρο και την κοινωνία.

Είναι αλήθεια ότι στο ελληνικό ποδόσφαιρο υπάρχει πάθος και ταμπεραμέντο. Αλλά αυτό δεν ξεφεύγει μέσα από τον αγωνιστικό χώρο. Έξω από τους αγωνιστικούς χώρους, ο Έλληνας είναι ένα άτομο φιλικό και ένας πάρα πολύ καλός φίλος. Όμως, όταν ζεις έτσι το ποδόσφαιρο, είναι πολύ δύσκολο να προσαρμοστείς και στον ανταγωνισμό. Στην περίπτωση μου έπρεπε να αλλάξω τον τρόπο της προπόνησης. Λίγο-λίγο και μέσα στον χρόνο προσπαθούσα να εμφυσήσω στους παίκτες το ποδόσφαιρο που παίζετε στην Ισπανία. Την κατοχή, τον σωστό έλεγχο και την ικανότητα να παίζεις ομαδικά. Όλος ο κόσμος δεν μπορεί να παίξει όπως η Ρεάλ ή η Μπαρτσελόνα, γιατί δεν έχεις και τους παίκτες να το κάνεις αυτό, μπορείς όμως να προσπαθήσεις να κάνεις ένα ποδόσφαιρο πιο ελκυστικό στο να το βλέπεις. Με γέμιζε με ικανοποίηση όταν συνάδελφοι μου έλεγαν ότι μοιάζουμε περισσότερο με μια ομάδα από την ισπανική, παρά την ελληνική Λίγκα. Οι παίκτες ήταν ικανοί να αφομοιώσουν όσα τους λέγαμε. Η εξαιρετική δουλειά που κάναμε σε όλη τη σεζόν, μας οδήγησε στο να κερδίσουμε το πρωτάθλημα. Δεν το είχαμε κατακτήσει εδώ και 24 χρόνια. Ήταν σαν να ήσουν πάνω στα σύννεφα. Η ατμόσφαιρα ήταν απίστευτη με τους δρόμους της Αθήνας γεμάτους οπαδούς. Εκείνη τη νύχτα, όλος ο κόσμος ήταν της ΑΕΚ. Ακόμα και οι οπαδοί άλλων κλαμπ της πόλης όπως ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκος, με σταματούσαν για να με συγχαρούν. Μου έλεγαν “κόουτς συγχαρητήρια”, μου έδειχναν αγάπη. Γι’ αυτό μου κόστισε τόσο πολύ να αφήσω την Αθήνα το προηγούμενο καλοκαίρι. Η απόφαση μου να αφήσω την ΑΕΚ δεν ήταν για αύξηση του μισθού μου ούτε για τα γεγονότα με τον ΠΑΟΚ. Ο κόσμος δεν το καταλάβαινε, ούτε και οι φίλοι μου. “Γιατί αλλάζεις το Champions League για να προπονείς στην Segunda την Λας Πάλμας”, με ρωτούσαν. Απλά το έκανα για οικογενειακούς λόγους. Δεν υπάρχουν χρήματα σε αυτόν τον πλανήτη που θα μπορούσαν να μου ξεπληρώσουν αυτόν τον χρόνο που ήμουν στην Ισπανία. Παρά την προσωπική μου κατάσταση έφυγα από την Ελλάδα πολύ ευτυχισμένος. Αυτό το δεύτερο πέρασμα μου έκλεισε με πολύ διαφορετικό τρόπο από το πρώτο. Όταν είχα φύγει με πικρή γεύση για μη αθλητικά θέματα… 

Τότε είχαμε κερδίσει το Κύπελλο και είχαμε βγει στο Europa League. Ήταν μια καλή χρονιά στο πρωτάθλημα, αλλά όχι εκτός γηπέδου. Είχαμε πέντε μήνες χωρίς να πληρωθούμε, σε μένα η διοίκηση μου είχε προσφέρει λεφτά κάτω από το τραπέζι αλλά τους είπα ότι αν μένουν απλήρωτοι οι ποδοσφαιριστές μου, θα μένω κι εγώ. Ήμασταν μια οικογένεια στα αποδυτήρια. Μετά απ’ αυτά είχα δύο επιλογές. Να τα παρατήσω όλα και να γυρίσω στην Ισπανία ή να ολοκληρώσω το πρωτάθλημα με τον στόχο να επαναξιολογήσω την εικόνα μου.

Διατήρησα την πίστη μου ειδικά όταν το κλαμπ υποσχέθηκε ότι θα πληρώσει. Όμως μετά κατάλαβα ότι ήταν τα ίδια βδομάδα παρά βδομάδα. Υποσχέσεις που δεν κρατούσαν. Τελικά επέστρεψα στην Ισπανία χωρίς να πληρωθώ και η ομάδα τελικά έπεσε στην τρίτη κατηγορία σαν τιμωρία για τα χρέη. Αυτή ήταν η εμπειρία μου στην Ελλάδα, η πρώτη εμπειρία μου εκτός Ισπανίας. Ήμουν στην Σεβίλλη όλη μου τη ζωή, από παιδί. Πέρασα από όλες τις κατηγορίες μέχρι να φτάσω στην πρώτη ομάδα. Έπαιξα 14 σεζόν με την πρώτη ομάδα μέσα στις οποίες πέρασαν πολλοί προπονητές. Όλοι με δίδαξαν κάτι αλλά ο Κάρλος Μπιλάρδο και ο Λουίς Αραγονές (επίσης ένας εκπληκτικός στρατηγός) είναι οι δύο που με επηρέασαν περισσότερο σε ψυχολογικό επίπεδο. Χρησιμοποιούσαν την αλήθεια με τον ποδοσφαιριστή. Του μιλούσαν πρόσωπο με πρόσωπο, αν δεν τον εμπιστεύονταν του έδιναν το ελεύθερο να ψάξει τη ζωή του σε άλλο μέρος. Ξεκίνησα κάποια μαθήματα στην προπονητική όταν αποσύρθηκα λόγω τραυματισμού στο γόνατο σε ηλικία 33 ετών. Πολύ νωρίτερα απ’ ότι ήθελα…

Ότι έχω μάθει στο ποδόσφαιρο συνοδεύεται από τις αξίες και την πίστη μου. Δεν ντρέπομαι να λέω ότι είμαι Ισπανός και Χριστιανός. Επίσης, δεν ντρέπομαι για την Ανδαλουσιανή προφορά μου και πάντα λέω ότι είμαι από χωριό. Πιστεύω ότι όλος ο κόσμος πρέπει να έχει ρίζες, αυτές είναι οι δικές μου και είμαι υπερήφανος.  Αυτό με κάνει να βλέπω τη ζωή με έναν αποφασιστικό τρόπο όταν παίρνω μια απόφαση γνωρίζω ότι το κάνω με όλες τις συνέπειες. Όπως τώρα.

Είναι η τρίτη μου θητεία στην ΑΕΚ σε διάστημα 8 ετών. Δεν είναι πολλοί προπονητές που τους έχει συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά επέστρεψα γιατί ήθελα να βοηθήσω. Η ομάδα είναι πάλι σε μια περίπλοκη κατάσταση και όπως έγινε και στο παρελθόν ο στόχος είναι να την ανεβάσουμε και πάλι. Να την βγάλουμε στην Ευρώπη και να κερδίσουμε έναν τίτλο. Τίποτα δεν έχει αλλάξει σχετικά με το τελευταίο περσινό πέρασμα μου από εδώ. Ζω στην ίδια περιοχή που ζούσα και πέρυσι, σε ένα πολύ όμορφο σημείο της πόλης. Οι άνθρωποι στην γειτονικά με ξέρουν και με καλωσόρισαν με ένα μεγάλο χαμόγελο όταν με είδαν ξανά. Επίσης όταν πάω στα μαγαζιά με χαιρετούν και μου δίνουν κουράγιο. Είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα κάποιες φορές συμβαίνουν αναπάντεχα γεγονότα. Όπως αυτά της περασμένης σεζόν. Όμως αυτό δεν αλλάζει τίποτα για το πως νιώθω εγώ. Η Σεβίλλη είναι το σπίτι μου, αλλά μπορώ να πω ότι πλέον έχω ρίζες εδώ.”