Οι αρχές της Κίνας αποφάσισαν την επιβολή σκληρής καραντίνας στην πόλη Σουλάν της επαρχίας Τζιλίν, στα βορειανατολικά της χώρας, μετά από μια έξαρση κρουσμάτων του νέου κορωνοϊού το τελευταίο δεκαπενθήμερο.
Όπως αναφέρει ο Guardian τα μέτρα που έχουν επιβληθεί στην πόλη των περίπου 700.000 κατοίκων είναι παρόμοια με αυτά που είχαν εφαρμοστεί στην Γουχάν. Όλα τα χωριά και τα συγκροτήματα κατοικιών στην πόλη έχουν σφραγιστεί, και μόνο ένα άτομο από κάθε νοικοκυριό επιτρέπεται να κυκλοφορεί για δύο ώρες κάθε δεύτερη ημέρα για να προμηθευτεί είδη πρώτης ανάγκης.
Στα οικιστικά συγκροτήματα υπάρχει πλέον μόνο μία είσοδος και μία έξοδος για οχήματα έκτακτης ανάγκης και απαγορεύτηκε η είσοδος σε μη κατοίκους και ξένα οχήματα. Εφόσον υπάρχουν επιβεβαιωμένα κρούσματα σε μια κοινότητα, κανείς δεν μπορεί να εισέλθει ή να εξέλθει.
Η πόλη χαρακτηρίστηκε υψηλού κινδύνου την περασμένη εβδομάδα, αφότου διαγνώστηκαν νέα κρούσματα, τα οποία συνδέονται με μια γυναίκα που δεν είναι γνωστό εάν ταξίδεψε ή εκτέθηκε αλλιώς στον ιό. Σε απάντηση, οι αρχές διέταξαν το προσωρινό κλείσιμο δημόσιων χώρων, σχολείων και ΜΜΜ. Τη Δευτέρα αποφασίστηκε η ενίσχυση των περιοριστικών μέτρων και η China Daily αναφέρεται στην πόλη ως «το πιο πρόσφατο επίκεντρο της πανδημίας στη χώρα».
Το βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, που συνορεύει με τη Ρωσία και τη Βόρεια Κορέα, προκαλεί ανησυχία στο Πεκίνο καθώς έχουν αναφερθεί αρκετές περιπτώσεις «εισαγόμενων» κρουσμάτων και στη συνέχεια κοινοτική μετάδοση. Μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί 34 επιβεβαιωμένα κρούσματα στην επαρχία Τζιλίν.
Υπενθυμίζεται ότι η Γουχάν τέθηκε υπό καθεστώς lockdown στις 23 Ιανουαρίου το οποίο ήρθη μόλις στις 8 Απριλίου και σύμφωνα με το Reuters έχουν γίνει 1,79 εκατομμύρια τεστ από την 1η Απριλίου έως τις 13 Μαΐου.
Πηγή: cnn.gr