ΑΕΚ, ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Πλιάτσικας: «Προτίμησα την ΑΕΚ επειδή μου άρεσε το πρότζεκτ, ο τραυματισμός με την Ουκρανία ήταν η αρχή του τέλους»

Ο Βασίλης Πλιάτσικα μίλησε στο SPORT24 για την ποδοσφαιρική του καριέρα αλλά και για την ζωή του. 

Συγκλονιστική συνέντευξη παραχώρησε ο Έλληνας ποδοσφαιριστής ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρθηκε και στον σοβαρό τραυματισμό που είχε αλλά και τη μάχη με την κατάθλιψη.

Αναλυτικά όλοκληρη η συνένετυξη του Βασίλη Πλιάτσικα από το SPORT24:

Το 2005, λόγω των πολύ καλών εμφανίσεων με την Εθνική Παίδων, υπάρχει έντονο ενδιαφέρον του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ για την απόκτησή του.

«Τότε έπαιζα πολύ με την Εθνική Παίδων και Νέων. Προερχόμουν από μία καλή σεζόν με το Χαϊδάρι, όπου ανεβήκαμε από τη Δ’ στη Γ’ Εθνική. Ουσιαστικά, όμως, τη μεταγραφή στην ΑΕΚ μού την έδωσε η πορεία με τις εθνικές ομάδες. Σίγουρα και οι καλές σχέσεις του Ίλια Ίβιτς με τον πρόεδρο της ομάδας, κ. Χατζή.

Πέρα από την ΑΕΚ, υπήρχε ενδιαφέρον κι από τον Ολυμπιακό, ο οποίος έδινε τα διπλά λεφτά τόσο σε εμένα όσο και στην ομάδα. Όμως, προτίμησα να πάω στην ΑΕΚ επειδή μου άρεσε το πρότζεκτ που μου παρουσίασε ο κ. Νικολαΐδης, με προπονητή τον Φερνάντο Σάντος.

Άλλωστε, η ΑΕΚ προερχόταν από μία καλή, αλλά άτυχη σεζόν, όπου έχασε ουσιαστικά το πρωτάθλημα στον αγώνα με τον Ιωνικό στο ΟΑΚΑ. Θεωρώ πως εκείνη η ΑΕΚ ήταν μία ομάδα-πρότυπο για έναν νεαρό ποδοσφαιριστή. Το γήπεδο γέμιζε, ο κόσμος ήταν στο πλευρό της».

Η αρχή ήταν ιδανική, καθώς ο Φερνάντο Σάντος τού έδωσε φανέλα βασικού σε ηλικία μόλις 17 ετών, στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος με αντίπαλο τον Ατρόμητο, ενώ την επόμενη σεζόν ο Σέρα Φερέρ του προσέφερε σταδιακά μεγαλύτερο χρόνο συμμετοχής.

«Σίγουρα ο κ. Σάντος με βοήθησε πάρα πολύ. Ήμουν 17 ετών κι όχι μόνο με κράτησε στην ομάδα, αλλά μου έδωσε φανέλα βασικού σε πρεμιέρα πρωταθλήματος. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εμένα. Μπορεί στη συνέχεια, επειδή η χρονιά ήταν απαιτητική, να πήρα κάποιες συμμετοχές κυρίως στο Κύπελλο, αλλά και μόνο που βρισκόμουν στις αποστολές ήταν σημαντικό για εμένα.

Από την άλλη πλευρά, ο κ. Φερέρ ήταν σκληρός στις προσωπικές σχέσεις, απόλυτος. Σίγουρα βοήθησε πολλά νέα παιδιά, ενώ είχε κι έναν εξαιρετικό συνεργάτη, τον Πεπ Σεγούρα, ο οποίος για εμένα ήταν Ο άνθρωπος. Απλά ο κ. Φερέρ με άλλαξε ξανά θέση, από αμυντικό χαφ σε δεξιό μπακ, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάσω μία σταθερότητα».

Ωστόσο, η χρονιά της καθιέρωσης ήταν η σεζόν 2008-09, με τον Γιώργο Δώνη στην τεχνική ηγεσία. Έστω κι αν τα πράγματα στην αρχή δεν ήταν ρόδινα για τον 33χρονο -πλέον- διεθνή χαφ.

«Εκείνη την χρονιά, ο κ. Δώνης έδειξε την ποιότητα που έχει ως άνθρωπος. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία όσα έχει καταφέρει στην καριέρα του. Συγκεκριμένα, ήρθε την πρώτη ημέρα και με ενημέρωσε ότι δεν με υπολογίζει και ότι είναι προτιμότερο να βρω μία ομάδα για να συνεχίσω την καριέρα μου. Εγώ του ζήτησα, απλά, να με πάρει στην προετοιμασία, να κάνω προπονήσεις και αν δεν τον πείσω τότε να φύγω. Το δέχτηκε.

Περνάει το πρώτο στάδιο προετοιμασίας, συνεχίζουμε στο δεύτερο και πριν από ένα φιλικό με την Κότμπους με πλησιάζει και μου λέει: ‘Βασίλη, έκανα λάθος. Θέλω να μείνεις στην ομάδα και να πάρεις τις ευκαιρίες που αξίζεις φέτος’. Όταν έμαθα ότι θα αρχίσω βασικός με τον Παναθηναϊκό έπαθα ένα σοκ, αλλά ήταν μία μαγική στιγμή».

Η εξαιρετική εικόνα απέναντι στον Παναθηναϊκό στην πρεμιέρα της σεζόν 2008-09, όπου η ΑΕΚ επικράτησε 2-1, ήταν κι ένας από τους βασικούς λόγους που ο Ότο Ρεχάγκελ τον κάλεσε στην Εθνική Ανδρών, μόλις στα 20 του χρόνια.

«Θυμάμαι πως ήμουν με την αποστολή της Εθνικής Ελπίδων και με ενημέρωσαν πως πρέπει να ενσωματωθώ στην Ανδρών. Το συναίσθημα ήταν μαγικό, είχα βάψει και το μαλλί, είχα άλλη ψυχολογία (σ.σ. γέλια). Με το μαλλί υπήρχε χαβαλές στα αποδυτήρια της ΑΕΚ. Θυμάμαι τον Δέλλα και τον Λυμπερόπουλο να με παρουσιάζουν ως νέο παίκτη. ‘Ήρθε ο Γκασκόιν’, έλεγαν (σ.σ. γέλια). Αυτή η αλλαγή μου απέβαλε και λίγο το άγχος.

Τα τέσσερα χρόνια που ήμουν στην ΑΕΚ πέρασαν σπουδαίοι ποδοσφαιριστές. Ήμουν συμπαίκτης με παίκτες που πριν από 1-2 χρόνια κατακτούσαν το Euro. Ήταν ένα σοκ. Το καλό είναι πως μας βοηθούσαν πολύ. Ήταν παράδειγμα για εμάς. Ήταν πρώτοι στην προπόνηση και έφευγαν τελευταίοι. Δεν γινόταν να κοροϊδέψεις.

Πλέον, πολλές φορές βλέπω σε ομάδες πως οι πιο έμπειροι παίκτες παρακαλάνε τα νεότερα παιδιά να κάνουν προπόνηση, να ασχοληθούν πιο σοβαρά με το ποδόσφαιρο. Τότε δεν υπήρχε αυτό ούτε ως σκέψη. Δεν έκανες καλή προπόνηση; Δεν ξαναπήγαινες. Δεν εξαρτιόταν η ομάδα από εσένα. Το πρωτάθλημα ήταν δυνατό, υπήρχαν σπουδαίοι παίκτες. Άλλες εποχές».

Ο Βασίλης Πλιάτσικας έζησε μία τετραετία με τον Ντέμη Νικολαΐδη στον προεδρικό θώκο, επομένως μπορεί να κρίνει τι δεν πήγε καλά στο εγχείρημα και το γενικότερο πρότζεκτ.

«Στην αρχή μου άρεσε πολύ το πρότζεκτ του κ. Νικολαΐδη, απλά θεωρώ πως κάπου χάθηκε στην πορεία. Όταν μπήκε η πίεση του πρωταθλητισμού, άλλαξαν όλα. Ήρθαν πολλοί ξένοι ποδοσφαιριστές και έπαψε η ομάδα να στηρίζεται σε νέα παιδιά. Πέρα από του Σωκράτη Παπασταθόπουλου, δεν έγινε κάποια άλλη αξιόλογη πώληση νεαρού ποδοσφαιριστή. Αυτό ήταν πρόβλημα».

Το γεγονός ότι έζησε μοναδικές στιγμές σε νεαρή ηλικία, αποδείχθηκε “ευχή και κατάρα” για τη μετέπειτα πορεία του.

«Έζησα πολύ όμορφα πράγματα σε μικρή ηλικία και έγιναν όλα απότομα. Όταν, λοιπόν, τα ζεις όλα αυτά πολύ μικρός, τα θεωρείς και δεδομένα. Οπότε, σιγά-σιγά όταν τα χάνεις, καταλαβαίνεις τι έχεις πετύχει στην πραγματικότητα. Υπάρχουν πράγματα που δεν είναι εύκολο να τα διαχειριστείς σε τόσο μικρή ηλικία. Είναι πιθανό να την ‘ακούσεις’, να ψωνιστείς και να βάλεις μεγαλύτερη πίεση στον εαυτό του.

Δεν σου κρύβω ότι κι εγώ την ‘άκουσα’ κάποια στιγμή. Όταν έγινε η μεταγραφή μου στη Σάλκε. Επειδή δεν ήταν και σύνηθες ένας Έλληνας ποδοσφαιριστής, σε αυτή την ηλικία, να πηγαίνει σε μία τόσο μεγάλη ομάδα. Το κακό είναι πως θεώρησα δεδομένα πολλά πράγματα. Πίστεψα ότι και τα επόμενα χρόνια θα έχω την ίδια πορεία, αλλά και καλύτερη.

Όταν είσαι 21 ετών, παίζεις στη Σάλκε, παίζεις την Εθνική Ανδρών, τα θεωρείς όλα εύκολα. Όμως, έρχεται μία κακιά στιγμή, μία ‘μπάτσα’ που τα ανατρέπει όλα. Δεν είναι εύκολη η διαχείριση τέτοιων καταστάσεων και ο καθένας λειτουργεί διαφορετικά. Εμένα, για παράδειγμα, μου στοίχισε πολύ ο τραυματισμός στον αγώνα μπαράζ με την Ουκρανία.

Ήταν η αρχή του τέλους. Στην πραγματικότητα, από εκείνο το σημείο και ύστερα, δεν έκανα την καριέρα που έπρεπε βάσει ταλέντου και ικανοτήτων, να κάνω. Τότε κατάλαβα πόσο δύσκολη είναι η ζωή και πόσο δύσκολος και βρώμικος είναι αυτός ο χώρος. Όταν παίζεις στη Σάλκε όλοι θέλουν να είναι κοντά σου, να σου μιλάνε, να κάνουν παρέα μαζί σου. Όταν, όμως, έρχεται ένας τέτοιος τραυματισμός, μένεις δύο χρόνια έξω, σταματάει να χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ένα ισχυρό σοκ. Η κατάθλιψη είναι πλέον στην πόρτα σου».

Η αναφορά στο θέμα της κατάθλιψης, ήταν μία καλή ευκαιρία να συζητήσουμε για ένα ζήτημα που κάνει “τζιζ” ακόμα και σήμερα. Την ψυχική υγεία στους αθλητές. Άλλωστε, το πρόσφατο παράδειγμα του Σωτήρη Νίνη, αποδεικνύει πως οι άνθρωποι του αθλητισμού έχουν πράγματα να πουν και να βγουν μπροστά.

«Η αλήθεια είναι πως πέρασα μία περίοδο μεγάλης κατάθλιψης. Ήμουν μόνος στη Γερμανία. Δεν γνώριζα τη γλώσσα ακόμη. Σκέψου έκανα χειρουργείο και δεν ήρθε ένας άνθρωπος από την ομάδα. Ήταν μία πρωτόγνωρη κατάσταση για εμένα. Τι να πω… Ήταν τέτοια η νοοτροπία της ομάδας; Δεν ξέρω. Ήταν ένα πραγματικό σοκ. Μου είχε ραγίσει το γόνατο και έπρεπε να κάνω ένα ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης.

Όταν επέστρεψα και μπήκα να κάνω πρώτη προπόνηση, το γόνατο διαλύθηκε τελείως. Έκανα τα πάντα για να προλάβω το Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά δεν τα κατάφερα. Τότε μου είπε ο γιατρός ότι είχα 50-50 πιθανότητες να σταματήσω το ποδόσφαιρο. Από εκεί που θα έπαιζα man-to-man τον Μέσι, όπως μου είχε πει ο κ. Ρεχάγκελ, κινδύνευσα να αποσυρθώ από τη δράση.

Οπότε, ναι, πέρασα κι εγώ κατάθλιψη. Είναι πράγματα που δεν γνωρίζει ο κόσμος. Κρατάμε πολλά πράγματα μέσα μας και έχουμε αυξήσει την πίεση στον οργανισμό μας, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να γίνει το ‘μπαμ’.

Το κακό ξεκινάει από την ομάδα. Θα πρέπει να υπάρχει ένας αθλητικός ψυχολόγος. Είναι αδιανόητο μία ομάδα που επενδύει εκατομμύρια κάθε χρόνο σε αθλητές, να μην έχει έναν αθλητικό ψυχολόγο. Ένας αθλητής μπορεί να έχει διάφορα προβλήματα. Με την οικογένειά του, με τη γυναίκα του, με τα παιδιά του. Προσωπικά ζητήματα, τραυματισμούς. Όταν ένας αθλητής τραυματιστεί, θα πιέσει τόσο πολύ τον εαυτό του για να επανέλθει στο επίπεδο που ήταν πριν, αλλά δεν είναι δεδομένο ότι θα τα καταφέρει. Μετά μπορεί να εμφανιστούν άλλα προβλήματα, άλλοι τραυματισμοί. Πώς θα τα διαχειριστεί όλα αυτά; Η ομάδα τον πληρώνει κανονικά, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει ένας άνθρωπος να τον βοηθήσει, να τον συμβουλεύσει, να τον καθοδηγήσει; Όταν είσαι σε νεαρή ηλικία, παίρνεις πολλά λεφτά, είσαι μόνος και τυχαίνουν πολύ άσχημα γεγονότα κάπου θα καταφύγεις μετά. Θα το ρίξεις στον τζόγο; Στο ποτό; Θα γίνεις αλκοολικός;

Η κατάθλιψη δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει. Εμένα, προσωπικά, μου στοίχισε λιγότερο σε σχέση με άλλους ανθρώπους. Το ποδόσφαιρο είναι η ζωή μας. Είναι τρόπος ζωής. Δεν είσαι μόνος σου. Βρίσκεται και μία οικογένεια από πίσω σου. Αισθάνεσαι ότι πρέπει να τους παρέχεις τα πάντα. Όμως, σε μία κακιά στιγμή, ο διακόπτης μπορεί να κλείσει. Εγώ, να σου πω την αλήθεια, από τη μία πλευρά αισθάνομαι πολύ άτυχος που μου έτυχε σε τόσο νεαρή ηλικία ένας τόσο σοβαρός τραυματισμός, αλλά από την άλλη νιώθω τυχερός διότι είδα σε πολύ μικρή ηλικία πώς είναι γενικά ο κόσμος. Πώς είναι η ζωή και πώς έπρεπε να διαχειριστώ κάποια πράγματα, τα οποία άλλοι αθλητές καλούνται να αντιμετωπίσουν στα 34-35, όταν σταματούν το ποδόσφαιρο. Τότε παθαίνουν κατάθλιψη, τότε εξαφανίζεται ο περίγυρός τους.

Ξέρεις γιατί; Διότι ο κόσμος δεν σε γνωρίζει ως Βασίλη, ως Ηλία ή ως Κώστα. Αλλά ως αθλητή. Ακόμα κι η γυναίκα του μπορεί να ερωτευτεί ή να παντρευτεί τον αθλητή και όχι τον άνθρωπο. Κι όταν γίνεις απλά ένας σύζυγος, είναι πιθανόν να υπάρξουν προβλήματα. Γι’ αυτό το λόγο οι περισσότεροι χωρίζουν μετά το τέλος της καριέρας τους. Οφείλεις, λοιπόν, να δεις τι θα κάνεις στο μέλλον. Γιατί η κάνουλα των χρημάτων κάποια στιγμή κλείνει. Όταν θα δώσεις σε ένα παιδί ένα συμβόλαιο χιλιάδων ευρώ, καλό θα ήταν να του πεις και πώς να διαχειριστεί αυτά τα χρήματα. Να τα επενδύσει κι όχι να τα χαλάει αλόγιστα. Βλέπεις νέα παιδιά να παίζουν ασύλληπτα ποσά σε τζόγο. Διότι αισθάνονται πως χαλαρώνουν με αυτό τον τρόπο από την πίεση του πρωταθλητισμού. Όμως, δεν υπάρχει γυρισμός».

Η συζήτηση για τον τρόπο που τον αντιμετώπισαν στη Σάλκε, μάς έδωσε τη δυνατότητα να θυμηθούμε πώς τον απέκτησαν οι “Βασιλικοί Μπλε” το καλοκαίρι του 2009.

«Να σου πω την αλήθεια στην αρχή δεν γνώριζα σε ποια ομάδα θα πάω. Ήταν μία έκπληξη. Όταν έμαθα ότι θα πάω στη Σάλκε έπαθα ένα σοκ. Όχι μόνο εγώ, αλλά κι η ΑΕΚ, διότι είχαμε υπογράψει ένα προσύμφωνο που με παραχωρούσαν με συγκεκριμένα λεφτά (σ.σ. 300.000 ευρώ). Αν, όμως, γνώριζαν πως με ήθελε η Σάλκε, τότε θα μπορούσαν να βγάλουν περισσότερα χρήματα από την πώλησή μου. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνέβη.

Ο Φέλιξ Μάγκατ ήταν απίστευτα σκληρός προπονητής. Ήταν τρομερό την προηγούμενη σεζόν να κατακτά το πρωτάθλημα με τη Βόλφσμπουργκ και την επόμενη να τον έχω προπονητή. Θυμάμαι, όταν συναντηθήκαμε πρώτη φορά με ρώτησε αν είχα ακούσει για εκείνον. Του απαντάω, κλασικά ‘τα καλύτερα’. ‘Όχι’, μου λέει, ‘δεν εννοώ αυτό. Αν έχεις ακούσει τι προπόνηση κάνω’. ‘Την καλύτερη, αλλά και σκληρή’, του λέω (σ.σ. γέλια). Και μου απαντά: ‘Όχι, εγώ κάνω λίγο πιο σκληρή από τους άλλους’. Μετά από αυτή την ατάκα καταλαβαίνεις πως δεν υπάρχει γυρισμός (σ.σ. γέλια).

Αν δεν ζήσεις την προπόνηση του Μάγκατ δεν μπορείς να καταλάβεις. Είναι κάτι παραπάνω από δυνατή. Θυμάμαι η πρώτη προπόνηση ήταν στις 7 η ώρα το πρωί, όπου κάναμε μία ώρα τρέξιμο. Μετά στις 11 είχε 1,5 ώρα άλματα στην κερκίδα και το απόγευμα φιλικό παιχνίδι. Σκέψου ο γυμναστής του Μάγκατ ήταν 25 χρόνια στον στρατό. Πραγματικά extreme καταστάσεις. Γενικά, ο Μάγκατ δεν υπολόγιζε σε ονόματα. Πήγαινε με όποιον του έκανε τη δουλειά μέσα στο γήπεδο».

Ο Βασίλης Πλιάτσικας συνυπήρξε με σπουδαίους ποδοσφαιριστές στη Σάλκε. Πέρα από τον Ραούλ, έζησε σε νεαρή ηλικία, μεταξύ άλλων, ποδοσφαιριστές όπως ο Νόιερ, ο Ράκιτιτς και ο Ντράξλερ.

«Ήταν όλοι ένας κι ένας. Ήταν τέτοιες προσωπικότητες που ήταν δεδομένο ότι θα έφταναν στο κορυφαίο επίπεδο. Δουλεύαν πολύ και καθημερινά. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Και θεωρώ πως το πιο δύσκολο είναι να παραμείνεις συνεπής στο υψηλότερο επίπεδο. Γι’ αυτό τους βγάζω το καπέλο. Όχι μόνο στους ξένους, αλλά και σε Έλληνες παίκτες, όπως ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος που ήταν σταθερά στο κορυφαίο επίπεδο για πολλά χρόνια. Εδώ κάνουμε ένα καλό παιχνίδι και τρελαινόμαστε. Σκέψου αυτά τα παιδιά πόσο συνεπείς ήταν και είναι.

Τον Σωκράτη τον γνωρίζω από 15 χρονών. Έβλεπα από τότε ότι διαθέτει μία ωριμότητα και είναι ικανός να κάνει τη διαφορά. Είχε τα σωματικά προσόντα, αλλά και την προσωπικότητα από πολύ μικρή ηλικία. Μπορούσε να διαχειριστεί καταστάσεις και δούλεψε πολύ με τον εαυτό του».

Την ίδια στιγμή, η πορεία του Βασίλη Πλιάτσικα στη Σάλκε δεν εξελισσόταν ιδανικά, καθώς ο σοβαρός τραυματισμός απέναντι στην Ουκρανία τον πήγε πίσω αγωνιστικά.

«Κάθισα 1,5 χρόνο έξω εξαιτίας του τραυματισμού. Έφυγε ο Μάγκατ, ήρθε ο Ράνγκνικ. Εκείνο το διάστημα η ομάδα είχε φτάσει έως τα ημιτελικά του Champions League, επομένως ο προπονητής χρειαζόταν παίκτες με ρυθμό. Εγώ τότε δεν μπορούσα να ανταποκριθώ, καθώς χρειαζόμουν χρόνο. Θυμάμαι με έβαλε βασικό σε ένα παιχνίδι παραμονή Πάσχα με την Καϊζερσλάουτερν ύστερα από σχεδόν δύο χρόνια αποχής.

Σκέψου, στην τελευταία προπόνηση δεν ήμουν στις επιλογές του. Ουσιαστικά το έκανε για να με εκθέσει. Μετά απ’ αυτό το παιχνίδι ζήτησα από μόνος μου να πάω δανεικός κάπου για να πάρω χρόνο συμμετοχής και να επιστρέψω καλύτερος. Γι’ αυτό το λόγο πήγα στην Ντούισμπουργκ, όπου βρήκα έναν δεύτερο… Μάγκατ. Τον Κροάτη Σάσιτς. Παρ’ όλα αυτά, ήταν μία καλή χρονιά για εμένα, αν και πάλι έπαιξα σε διάφορες θέσεις. Αμυντικό χαφ, δεξιός μπακ και στο δεύτερο μισό της σεζόν ως αριστερός μπακ.

Στο τέλος της σεζόν επέστρεψα στη Σάλκε, αλλά δεν υπολογιζόμουν και μου ζήτησαν να λύσω το συμβόλαιό μου. Ψάχτηκα, αλλά ήμουν κι άτυχος γιατί την τελευταία στιγμή δεν ολοκληρώθηκε κι η μεταγραφή μου στην Γκενκ. Τελικά έμεινα στη Σάλκε, αλλά δεν αγωνίστηκα. Ήμουν εκτός πλάνων. Στη συνέχεια έμεινα για επτά μήνες χωρίς ομάδα και υπέγραψα τον Ιανουάριο στη Μέταλουργκ Ντόνετσκ».

Η επιλογή της Μέταλουργκ φάνταζε εξαιρετική. Ωστόσο, η ατυχία του χτύπησε ξανά την πόρτα, αυτή τη φορά εξαιτίας εξωαγωνιστικών παραγόντων. Συγκεκριμένα, ο πόλεμος στην Κριμαία επηρέασε όλη την Ουκρανία και όπως είναι λογικό προκάλεσε σημαντικές εξελίξεις και σε ποδοσφαιρικό επίπεδο.

«Η Μέταλουργκ ήταν μία πολύ οργανωμένη ομάδα, με ασύλληπτες εγκαταστάσεις, γήπεδο, καλούς ποδοσφαιριστές και οικονομική ευρωστία. Ήταν όλα ιδανικά για να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Όπως και συνέβη. Ωστόσο, στα τέλη Φεβρουαρίου γίνεται η κατάληψη της πόλης Λουχάνσκ από τους ρωσόφιλους. Ήταν πρωτόγνωρες καταστάσεις. Φύγαμε άρον-άρον. Χάσαμε λεφτά, μπήκε ο στρατός μέσα στο προπονητικό Κέντρο και πήρε τα πάντα, ενώ οι στρατιώτες πήραν και τα αυτοκίνητα κάποιων παικτών.

Αναγκαστικά, αν και η ομάδα μού ζήτησε να μείνω, αποφάσισα να αποχωρήσω εξαιτίας της κατάστασης και να πάω στη Ρουμανία και την Άστρα Τζιούρτζιου. Σίγουρα το επίπεδο δεν ήταν αντίστοιχα υψηλό με εκείνο της Ουκρανίας, αλλά η ομάδα είχε πετύχει κάτι πρωτόγνωρο. Απέκλεισε τη Λιόν στα προκριματικά και αγωνίστηκε στους ομίλους του Europa League. Απλά δεν μου άρεσε η ποιότητα ζωής και ζήτησε να αποχωρήσω τον Ιανουάριο».

Άραγε, όλα αυτά τα χρόνια που βρισκόταν στο εξωτερικό, υπήρξε ενδιαφέρον από ελληνικές ομάδες για τον επαναπατρισμό του;

«Υπήρξε ενδιαφέρον από ελληνικές ομάδες, αλλά ήταν επιλογή μου να παραμείνω στο εξωτερικό. Μπορεί να μην αγωνιζόμουν στη Γερμανία ή σε ένα άλλο υψηλού επιπέδου πρωτάθλημα, αλλά η πίεση δεν ήταν η ίδια. Είχα την ηρεμία που χρειαζόμουν για να επιστρέψω στο επίπεδο που ήθελα.

Επέστρεψα στη Μέταλουργκ, παρότι υπήρχε ενδιαφέρον κι από τον Απόλλωνα Λεμεσού, αλλά και τη Μέταλιστ. Απλά ήμουν ξανά άτυχος διότι η Μέταλουργκ διαλύθηκε μέσα σε έξι μήνες. Ουσιαστικά, έκλεισαν οι επιχειρήσεις του προέδρου εξαιτίας του πολέμου και μείναμε χωρίς ομάδα τον Αύγουστο. Χάσαμε χρήματα, χάσαμε τα πάντα.

Ήταν πολύ δύσκολο για εμένα να διαχειριστώ τέτοιες καταστάσεις σε ηλικία 26-27 ετών. Ήταν εξωγενείς παράγοντες. Όταν μιλάμε για πόλεμο, είναι πολύ δύσκολο. Ήταν ένα μάθημα ζωής. Έπρεπε να κάνω πάλι ένα βήμα πίσω για να ξαναπάω δύο μπροστά.

Το 2017 αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα επειδή είχα κουραστεί από όσα συνέβαιναν σε ψυχολογικό επίπεδο στο εξωτερικό. Το διαζύγιο με τη Σλόβαν δεν ήταν ‘βελούδινο’. Πήγα δικαστικά για να πάρω τα λεφτά μου. Ήθελα, λοιπόν, να βρω την ηρεμία μου. Έλυσα το συμβόλαιό μου τον Οκτώβριο και άρχισα προπονήσεις με τον Πανιώνιο, όπου προπονητής ήταν ο κ. Μιλόγεβιτς που με ήθελε πριν από ένα χρόνο στην Ομόνοια. Το κλίμα ήταν πολύ καλό, η ομάδα ήταν εξαιρετική, οπότε αποφάσισα να υπογράψω τον Ιανουάριο για να κάνω το ‘restart’.

Ωστόσο, στο πρώτο ματς που αγωνίζομαι, ξαναχτυπάω και μένω εκτός για τρεις μήνες. Γενικά στην καριέρα μου έπαθα πολύ… άκυρους τραυματισμούς. Έγιναν πράγματα και καταστάσεις που δεν μπορώ να εξηγήσω. Το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να δουλεύω σκληρά για να επανέρχομαι στη δράση».

Κάποτε, ο Τζορτζ Μπεστ, είχε δηλώσει πως αν ήταν πιο άσχημος, ίσως να μην είχαμε γνωρίσει τον Πελέ. Προφανώς δεν μιλάμε για αντίστοιχου επιπέδου ποδοσφαιριστές, αλλά πόσο είναι πιθανό να επηρεάσει η εξωτερική εμφάνιση την καριέρα ενός ποδοσφαιριστή;

«Δεν πρόλαβα να ζήσω κάτι τέτοιο. Μεταξύ σοβαρού κι αστείου, ο Μάγκατ, όταν υπέγραψα στη Σάλκε, μου είπε πως ήθελαν και ωραία παιδιά στην ομάδα για να κάνουν… διαφήμιση. Ωστόσο, εξαιτίας των τραυματισμών, η αλήθεια είναι πως δεν είχα χρόνο για τέτοια πράγματα. Πρέπει να είσαι συνεπής στο κορυφαίο επίπεδο για να έρθουν και τα υπόλοιπα. Προσωπικά, ένιωσα μεγάλη μοναξιά επειδή πάλευα καθημερινά να επιστρέψω στο επίπεδο που ήμουν πριν από τους τραυματισμούς. Ο κόσμος σχολιάζει χωρίς να ξέρει, καθώς ο αθλητής κρατάει αυτές τις στιγμές μέσα του. Δεν τις εξωτερικεύει. Είτε πρόκειται για τις σεξουαλικές προτιμήσεις, είτε για θέματα καταχρήσεων. Κανείς δεν συζητάει για τέτοια θέματα. Πρέπει να φτάσει κάποιος στο τέλμα για να μιλήσει. Διαφορετικά τα κρατάει μέσα του. Εγώ θεωρούσα τον εαυτό μου άτρωτο. Ότι δεν θα τύχει σε εμένα. Αλλά τελικά σου τυχαίνει. Και παλεύεις καθημερινά για να αποδείξεις σε όσους θεωρούν πως έχεις ‘τελειώσει’ ότι κάνουν λάθος.

Όταν έχεις αποφασίσει να αγωνιστείς στο υψηλότερο επίπεδο έχεις ‘χάσει’ στιγμές από την παιδική ηλικία σου. Από εκδρομές με το σχολείο μέχρι βόλτες με φίλους. Βάζεις τον εαυτό σου σε μία λογική υψηλών απαιτήσεων. Όταν εγώ ήμουν 17 χρονών και έπρεπε να ανταγωνιστώ τον Ριβάλντο μπροστά σε 60.000 κόσμο δεν είναι εύκολο. Γινόμαστε σκληροί με τον εαυτό μας σε υπέρμετρο βαθμό. Δεν είμαστε ποτέ ευχαριστημένοι. Κι είναι κρίμα διότι δεν ευχαριστιέσαι τις επιτυχίες σου. Μόνο όταν περάσει μεγάλο διάστημα, μπορείς να καταλάβεις πόσα πέτυχες. Να κάνεις μία βαθιά ενδοσκόπηση. Αντί να κοιτάμε όσα πετύχαμε, στεκόμαστε σε όσα θα θέλαμε να καταφέρουμε. Βάσει προσόντων, ταλέντου, στόχων. Ωστόσο, στο τέλος της ημέρας, θα πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι με όσα έχουμε πετύχει. Διότι οι επιλογές μας είναι αυτές που μας έκαναν ό,τι είμαστε σήμερα».