Το kitenimerosi.gr επιχειρεί να σκιαγραφήσει τις μεγάλες προσωπικότητες που φόρεσαν τη φανέλα της ΑΕΚ στο ποδόσφαιρο, με αφορμή τα 96α γενέθλια του συλλόγου.
Αρχίζουμε με το ποδόσφαιρο και πρώτος στη λίστα είναι ο Κώστας Νεγρεπόντης. Γεννήθηκε το 1897 στην Κωνσταντινούπολη και έπαιξε στη Φενερμπαχτσέ και την ομάδα του Πέρα, της οποίας ήταν ένα από τα ιδρυτικά στελέχη το 1918. Σε μία περιοδεία της ομάδας του στην Ευρώπη, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 που είχε αποτελέσει την τραγική κορύφωση του ανθελληνικού κλίματος στην Τουρκία, αποφάσισε να μείνει στη Γαλλία όπου έπαιξε σε διάφορες ομάδες μέχρι να επιστρέψει στην Ελλάδα για την ΑΕΚ το 1926. Η ιστορία κάνει λόγο για μία σπάνια περίπτωση ποδοσφαιριστή που αποθεώθηκε όσο λίγοι προπολεμικά. Έπαιξε στην Ένωση μέχρι το 1932, χρονιά που κατέκτησε το κύπελλο. Δεν πρόλαβαν να στεγνώσουν οι λάσπες από τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια και έγινε προπονητής της αγαπημένης του ομάδας (1933-1936), ενώ κάθισε στον πάγκο της άλλες τρεις φορές (1937-1948, 1955-1957 και 1958-1959). Όσα δεν κατέκτησε ως παίκτης, το κατέκτησε ως τεχνικός: δύο πρωταθλήματα (1939, 1940) και δύο κύπελλα (1939, 1956) ήταν αποτελέσματα της δικής του καθοδήγησης.
Ακολουθεί ο Κλεάνθης Μαρόπουλος. Η πιο εμβληματική φυσιογνωμία της ΑΕΚ τις δεκαετίες 1930 και 1940. Γεννήθηκε το 1919 στην Κωνσταντινούπολη και ήρθε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Άρχισε το ποδόσφαιρο στα “Πράσινα Πουλιά” της Καλαμάτας και στον Εθνικό Καλογρέζας, προτού ενταχθεί στην ΑΕΚ το 1934 και αρχίσει έτσι μια καριέρα με διάρκεια 18 ετών. Εκεί γνωρίστηκε με τον Τρύφωνα Τζανετή, επίσης καταγόμενο από την Καλογρέζα, και έγιναν αχώριστοι μέχρι τα γεράματά τους. Μάλιστα είχαν συνεταιριστεί και σε κατάστημα αθλητικών ειδών στο κέντρο της Αθήνας. Ο Μαρόπουλος αγωνίστηκε και στη μεταπολεμική περίοδο, μέχρι το 1952. Κατέκτησε δύο πρωταθλήματα (1939, 1940) και τρία κύπελλα (1939, 1949, 1950). Είχε κατακτήσει και τέσσερα πρωταθλήματα Αθήνας (1940, 1946, 1947, 1950), ενώ είχε αναδειχθεί πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος Νοτίου Ομίλου το 1939 και το 1940. Συμπλήρωσε 144 συμμετοχές και πέτυχε συνολικά 89 γκολ. Από τα πρώτα του χρόνια αναδείχθηκε σε ηγέτη της ομάδας, φορώντας το περιβραχιόνιο του αρχηγού επί σειρά ετών. Με την Εθνική αγωνίστηκε στο διάστημα 1938-1950, χρίστηκε αρχηγός της έξι φορές και συμπλήρωσε δέκα συμμετοχές, πετυχαίνοντας ένα γκολ.
Ο Τρύφων Τζανετής ήταν από τις κολοσσιαίες μορφές της ΑΕΚ, την οποία υπηρέτησε ως ποδοσφαιριστής, ως προπονητής, αλλά και ως διοικητικός παράγοντας από τα εφηβικά μέχρι τα ώριμα χρόνια του. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1918 και βρέθηκε σε πολύ μικρή ηλικία με την οικογένειά του στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία, πολύ κοντά στο γήπεδο της ΑΕΚ, στην οποία εντάχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’30, μετά από ένα πέρασμα από την Ελευθερούπολη. Ήταν σπουδαίος παίκτης και σπουδαίος άνθρωπος. Αρχικά επιθετικός, αλλά στη συνέχεια της καριέρας του έγινε κεντρικός αμυντικός, όταν ο Άγγλος προπονητής Τζακ Μπίμπι τον μετέθεσε πιο πίσω όταν ήρθε στην Ελλάδα το 1948. Η παρουσία του ήταν επιβλητική. Ήταν διορατικός, εξαιρετικά ταχύς, δημιουργικός και ομαδικός και εκτός από επιθετικός χαφ, διακρίθηκε και ανασταλτικά. Με την ΑΕΚ κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα Αθήνας (1940, 1946, 1947, 1950) δύο πρωταθλήματα Ελλάδας (1939, 1940) και τρία κύπελλα (1939, 1949, 1950), αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ με 15 γκολ στο πανελλήνιο πρωτάθλημα του 1940, ενώ είχε και μια συμμετοχή στην Eθνική Oμάδα.
Μια από τις πιο διαχρονικές μορφές στην ιστορία της ΑΕΚ, με προσφορά από το πόστο του ποδοσφαιριστή, για σχεδόν δύο δεκαετίες, αλλά και από αυτό του προπονητή στην πρώτη ομάδα αλλά και στα τμήματα υποδομών είναι ο Ανδρέας Σταματιάδης. Ο Σταματιάδης υπήρξε εκρηκτικός εξτρέμ με φαρμακερές σέντρες. Στα πρώτα βήματά του το 1952 πρόλαβε να παίξει συμπαίκτης σε δύο φιλικά με το μεγάλο ίνδαλμά του, τον Κλεάνθη Μαρόπουλο. Από εκεί και μετά, άρχισε να γράφει τη δική του πρωταγωνιστική ιστορία που έμελλε να φτάσει μέχρι το 1969, με συγκομιδή πάνω από 600 φιλικούς και επίσημους αγώνες, με 136 γκολ σε επίσημα ματς και επίσης μεγάλο αριθμό τερμάτων σε φιλικά. Με την ΑΕΚ πανηγύρισε δύο πρωταθλήματα (1963, 1968) και τρία κύπελλα Ελλάδος (1956 2-1 επί του Ολυμπιακού, 1964 χωρίς αγώνα λόγω των θλιβερών επεισοδίων στη Λεωφόρο και 1966 επειδή στον τελικό δεν κατέβηκε ο Ολυμπιακός), τα περισσότερα ως αρχηγός της ομάδας, αφού σε όλη σχεδόν τη δεκαετία του ’60 έφερε αυτόν τον τίτλο. Φόρεσε 8 φορές τη φανέλα της Εθνικής.
Ο Στέλιος Σεραφείδης αγωνίστηκε για είκοσι χρόνια με τη φανέλα της ΑΕΚ (1952-72) με την οποία κατέκτησε δύο πρωταθλήματα ως βασικός (1963, 1968) και ένα ως αναπληρωματικός (1971) . Πανηγύρισε επίσης τρία Κύπελλα, (1956, 1964 1966) σε συνολικά περίπου 300 συμμετοχές. Με την Εθνική Ανδρών είχε μία συμμετοχή. Ο Σεραφείδης είναι ένας εκ των πιο αξιόπιστων και σταθερών γκολκίπερ στην ιστορία του συλλόγου. Τερματοφύλακας με ευλύγιστο κορμί και πολύ καλά αντανακλαστικά, με σήμα κατατεθέν τις εκτινάξεις, χάρη στις οποίες κατάφερνε αποκρούσεις υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Παρά το μικρό ύψος του, κατάφερε να καθιερωθεί ως ένας από τους κορυφαίους των δεκαετιών ’50 και ’60. Όταν αποχώρησε από την ενεργό δράση συνέχισε να υπηρετεί την ΑΕΚ αδιαλείπτως, για πολλά χρόνια, ως προπονητής. Επί σειρά ετών δούλευε με τους τερματοφύλακες της πρώτης ομάδας και στη συνέχεια ανέλαβε την ίδια ευθύνη στα τμήματα της ακαδημίας της ΑΕΚ. Σήμερα, λίγο πριν ολοκληρωθεί η όγδοη δεκαετία της ζωής του, είναι πάντα κοντά στην ΑΕΚ εντός και εκτός έδρας, ενώ είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Παλαιμάχων Ποδοσφαιριστών ΑΕΚ.
Ο Κώστας Νεστορίδης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους βιρτουόζους που εμφανίστηκαν στα γήπεδά μας. Γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1930 στη Δράμα, αλλά η Κατοχή βρήκε την οικογένειά του στην Αθήνα. Σε ηλικία 15 ετών εντάχθηκε στον σύλλογο «Ελλάδα» Μοσχάτου και στα τέλη της δεκαετίας του ’40 βρέθηκε στον Πανιώνιο. Το 1955 έρχεται ήρθε η ώρα της μεταγραφής του στην ΑΕΚ, καθώς ο τότε αντιπρόεδρος Δημήτρης Σεβαστάκης τον “άρπαξε” από Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό, με τους οποίους μιλούσε η διοίκηση του Πανιωνίου, η οποία αρνήθηκε να του δώσει ελεύθερη μεταγραφή. Έτσι, σύμφωνα με τους κανονισμούς που ίσχυαν τότε, πήγε στην ΑΕΚ με διετή αποκλεισμό. Στη διετία 1955-57 μετείχε μόνο σε φιλικούς αγώνες της ΑΕΚ, αλλά από την περίοδο 1957-58 ήταν πλέον ελεύθερος να αγωνιστεί στην αγαπημένη του ομάδα και σε επίσημα ματς. Μέχρι το 1965, σε αγώνες Πρωταθλήματος Αθηνών, Πρωταθλήματος και Κυπέλλου Ελλάδας και Κυπέλλων Ευρώπης, πέτυχε συνολικά 224 γκολ, εκ των οποίων τα 141 στην Α’ Εθνική. Την περίοδο 1958-59 κέρδισε για πρώτη φορά τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στο Πρωτάθλημα Ελλάδας με 21 γκολ σε 18 ματς. Ακολουθεί η καθιέρωση της Α’ Εθνικής, όπου αναδείχθηκε τέσσερις συνεχόμενες σεζόν πρώτος σκόρερ (1959-63) με 33, 27, 29 και 24 γκολ αντίστοιχα. Έχει αναδειχθεί δηλαδή πρώτος σκόρερ σε πέντε συνεχόμενα Πρωταθλήματα! Συνολικά, ως ποδοσφαιριστής έχει πετύχει με τα χρώματα του Πανιωνίου, της ΑΕΚ και της Εθνικής ομάδας, 265 γκολ σε 363 αγώνες. Είναι δηλαδή ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών σε αναλογία αγώνων και τερμάτων. Εχει σημειώσει μία φορά «πενταρέ» (με Ηρακλή 5-0 το 1963) ένα «καρέ» και δώδεκα χατ-τρικ. Ήταν ο άνθρωπος-γκολ που ακόμα και σήμερα λατρεύεται και μνημονεύεται από τους φιλάθλους για τα επιτεύγματά του.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου είναι ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα, όπως αναδείχθηκε από τη Διεθνή Υπηρεσία Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFFHS) το 2000. Με το ποσό ρεκόρ για την εποχή, των 175 χιλ. δραχμών, η ΑΕΚ θα καταφέρει να τον κερδίσει το 1962, μετά από μάχη με τον ΠΑΟΚ. Έμελλε να είναι μια από τις πιο σημαντικές μεταγραφές στην ιστορία της. Θα μείνει στην ομάδα μέχρι το 1979! Μαζί με τον Κώστα Νεστορίδη, οδηγεί την «Ένωση» στην κατάκτηση του τίτλου το 1963. Η δική του εποχή ως ηγέτης της ΑΕΚ, ξεκίνησε ουσιαστικά στο τέλος του 1965, όταν επέστρεψε μετά από πολύμηνη αποχή, διαμαρτυρόμενος για την άρνηση της διοίκησης να δεχτεί την πρόταση της Ρεάλ Μαδρίτης για την απόκτηση του. Μετά τον τίτλο του 1963, πρωταγωνίστησε στις κατακτήσεις των πρωταθλημάτων του 1968, του 1971, του 1978 και του 1979, στα Κύπελλα του 1964, του 1966 και του 1978, στην συμμετοχή στα προημιτελικά του Πρωταθλητριών το 1968-69 και στα ημιτελικά του ΟΥΕΦΑ το 1977. Σφράγισε μάλιστα την τελευταία πρόκριση, αυτή στα προημιτελικά με αντίπαλο την Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, σκοράροντας με ασύλληπτη κεφαλιά (με τη γνωστή ικανότητά του να στέκεται στον αέρα) το τρίτο γκολ που οδήγησε την αναμέτρηση στην παράταση και στη συνέχεια στα πέναλτι, όπου προκρίθηκε η ΑΕΚ. Ο Παπαϊωάννου είναι ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών για την ΑΕΚ, με 289 γκολ σε 566 εμφανίσεις. Τα 233 σε 480 εμφανίσεις στην Α’ Εθνική. Ηταν επίσης πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα, το 1964 και το 1966. Στην Εθνική θα παίξει 61 φορές και θα πετύχει 21 γκολ. Καθιερώθηκε σαν κεντρικός επιθετικός. Ωστόσο ο αριστεροπόδαρος Παπαϊωάννου είχε όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά που του επέτρεπαν να ξεχωρίζει και στο δημιουργικό παιχνίδι, πέρα από το να είναι εκτελεστής. Παρά το ότι ήταν κοντός, ο Παπαϊωάννου έγραψε ιστορία με τα εντυπωσιακά γκολ από κεφαλιές, «προϊόν» του εντυπωσιακού επιτόπιου άλματος που διέθετε. Από τα γκολ του στην Α΄ Εθνική 49 προήλθαν από κεφαλιές. Κατά τη διάρκεια της αποχής του το 1965 είχε ακολουθήσει τον μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή ΑΕΚτζή Στέλιο Καζαντζίδη σε τουρνέ στη Γερμανία και για ένα διάστημα (όταν πια επέστρεψαν και ο ποδοσφαιριστής τα βρήκε με την ΑΕΚ) τραγουδούσαν μαζί σε νυχτερινά κέντρα- Τελικά το πιο γνωστό τραγούδι που γράφτηκε για να ερμηνευτεί από τον Μίμη Παπαϊωάννου, το 1971 πια, είναι ο Ύμνος της ομάδας, «Εμπρός της ΑΕΚ παλικάρια…» σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική του Στέλιου Καζαντζίδη.
Ο Λάκης Νικολάου είναι μια από τις πιο σημαντικές μορφές της ιστορίας της ΑΕΚ, με προσφορά ως αθλητής, επιστήμονας, αλλά και διοικητικός παράγοντας. Διαχρονικός πρεσβευτής του ονόματος της ΑΕΚ στην ελληνική κοινωνία. Αν και η πρώτη του θέση ήταν αυτή του σέντερ φορ, έμελλε να κάνει μεγάλη καριέρα ως κεντρικός αμυντικός. Για τρία χρόνια αγωνίστηκε στην επίθεση της ΑΕΚ, όμως η έλευση του μεγάλου δασκάλου και μεταρρυθμιστή Φράντισεκ Φάντρονκ το 1974 συνδυάστηκε με τη μετατόπισή του στην άμυνα, όπου συνέθεσε ένα πανίσχυρο δίδυμο με τον Πέτρο Ραβούση. Με την ΑΕΚ έζησε ως βασικός παίκτης τη δύσκολη διετία 1972-74 αλλά και την αναγέννηση επί Μπάρλου, η οποία απέφερε μια μεγάλη πορεία στην Ευρώπη το 1976-77, τους τίτλους του 1978 (νταμπλ) και του 1979 (πρωτάθλημα) όμως ήταν παρών και στην πρώτη τριετία των δύσκολων χρόνων της δεκαετίας του ’80. Έπαιξε για τελευταία φορά στο νικηφόρο 2-1 επί της Καστοριάς στις 30 Μαΐου 1982. Αγωνίστηκε σε συνολικά 357 επίσημους αγώνες και πέτυχε 48 γκολ. Επίσης έπαιξε και σε 15 αγώνες με την Εθνική Ανδρών, της οποίας ήταν μέλος στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα της Ιταλίας το 1980.
Ο Θωμάς Μαύρος o πιο χαρισματικός σκόρερ στην ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος, είναι ένας ποδοσφαιριστής που ακόμα και σήμερα μνημονεύεται από τους οπαδούς της ΑΕΚ με το σύνθημα “Ποιος, ποιος, ποιος… Ο Μαύρος ο Θεός”. Γεννήθηκε στις 31 Μαΐου 1954 στην Καλλιθέα και και στα επτά του χρόνια εντάχθηκε στον Πανιώνιο. Σε λιγότερο από μια δεκαετία, στα δεκαεξήμιση χρόνια του, ο Αγγλος προπονητής Τζο Μάλετ τον εμπιστεύθηκε στην ενδεκάδα της ομάδας της Νέας Σμύρνης και το 1972 ο 18χρονος Μαύρος ήταν ήδη μέλος της Εθνικής Ανδρών. Το 1975 ο Λουκάς Μπάρλος συμφώνησε με τον Μαύρο να ενταχθεί στην ΑΕΚ, όμως η μεταγραφή εξελίχθηκε σε δικαστικό σίριαλ, αφού ο σύλλογός του δεν συναινούσε στην παραχώρησή του. Η ΑΕΚ δικαιώθηκε τελικά το καλοκαίρι του 1976 και από τότε άρχισε μια λαμπρή πορεία του ποδοσφαιριστή με τα κιτρινόμαυρα ολοκληρώθηκε το 1987. Μέσα σε αυτά τα 11 χρόνια ο Μαύρος κατάφερε:
*Να ζήσει τη μεγάλη πορεία μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ 1976-77, στην οποία σημείωσε τρία γκολ (τα δύο, αν και τραυματίας, στην επική ρεβάνς των προημιτελικών με την Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς)
*Να πανηγυρίσει τα πρωταθλήματα του 1978 και του 1979 αλλά και τα Κύπελλα του 1978 και του 1983
*Να σημειώσει 220 γκολ σε 344 επίσημα ματς της ΑΕΚ, τρίτος σκόρερ όλων των εποχών στην ιστορία του συλλόγου
*Να αναδειχθεί (μαζί με τα γκολ του Πανιωνίου) πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Α’ Εθνικής με 260 γκολ (τα 174 με την ΑΕΚ) σε 501 εμφανίσεις.
*Να βγει 3 φορές πρώτος σκόρερ (1978, 1979, 1985 με την ΑΕΚ και το 1990 με τον Πανιώνιο σε ηλικία 36 ετών)
*Να κατακτήσει το ασημένιο παπούτσι στην Ευρώπη το 1979 με 31 γκολ
*Να σημειώσει 11 γκολ σε 36 συμμετοχές στην Εθνική και με παρουσία στα τελικά του EURO ’80.
Τον Νοέμβριο του 1993 στη Ν. Φιλαδέλφεια, στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι ΑΕΚ-Εθνικής Ελλάδας, ο Θωμάς Μαύρος αγωνίστηκε για εξήντα λεπτά και με τις δύο ομάδες, σκόραρε για την ΑΕΚ και αποθεώθηκε από τον κόσμο που τον λάτρεψε όσο κανέναν άλλον ποδοσφαιριστή. Μερικά χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2012, ηγήθηκε διοικητικά της ΠΑΕ ΑΕΚ, όμως η κατάσταση ήταν πια μη αναστρέψιμη και λίγους μήνες αργότερα εξωθήθηκε σε παραίτηση.
Ο Ντούσαν Μπάγεβιτς γεννήθηκε στο Μόσταρ της Βοσνίας Ερζεγοβίνης στις 10 Δεκεμβρίου του 1948 και ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα στην ομάδα της γενέτειράς του Βελέζ το 1966. Είναι σερβικής καταγωγής, αλλά έχει αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα από το 1994. Το προσωνύμιο ο «Πρίγκηπας του Νερέτβα» (σσ: ο ποταμός που διαρρέει τη γενέτειρά του) που τον συνόδευε στην καριέρα του στη Γιουγκοσλαβία, τον ακολούθησε και στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Το 1977 αποκτήθηκε από την ΑΕΚ κι έμεινε σε αυτήν μέχρι το 1981, φορώντας την κιτρινόμαυρη φανέλα 106 φορές σε αγώνες πρωταθλήματος και επιτυγχάνοντας 65 γκολ. Το 1978 πανηγύρισε το νταμπλ ενώ αναδείχθηκε πρωταθλητής και το 1979. Την περίοδο 1979-80 ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 25 γκολ. Υπήρξε μέλος της καλύτερης ίσως ομάδας που είχε ποτέ η ΑΕΚ, συνθέτοντας ένα ασυναγώνιστο δίδυμο με τον Θωμά Μαύρο. Ειδικά τη σεζόν 1978-79, οι δυο τους πέτυχαν τα 55 από τα συνολικά 90 γκολ της ομάδας στο Πρωτάθλημα (31 ο Μαύρος, 25 ο Μπάγεβιτς). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στην τετραετία 1977-81 που ο Ντούσαν Μπάγεβιτς ενίσχυε την ΑΕΚ, αυτή είχε πάντα την καλύτερη επίθεση του πρωταθλήματος. Έβαλε τη σφραγίδα του ιδιαίτερα στην κατάκτηση του νταμπλ του 1978, σκοράροντας σε όλες τις φάσεις του Κυπέλλου, αλλά και σημειώνοντας σημαντικά γκολ στο πρωτάθλημα, αν και δεν είχε αγωνιστεί σε αυτό ως τον Δεκέμβριο του 1977 λόγω τραυματισμού στο γόνατο. Από τις ευρωπαϊκές του στιγμές, κορυφαία ήταν η βραδιά του 6-1 επί της Πόρτο, οπότε και σημείωσε δύο γκολ. Από το 1988 δουλεύει κυρίως στην Ελλάδα ως προπονητής, έχοντας συνεργαστεί τρεις φορές με την ΑΕΚ, κατακτώντας μαζί της τέσσερα πρωταθλήματα (1989, 1992, 1993, 1994) ένα Κύπελλο Ελλάδας (1996) ένα Σούπερ Καπ (1989) και ένα Λιγκ Καπ (1990). Πέρασε δύο φορές από τον Ολυμπιακό (1996-99) και (2004-05), κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα. Εργάστηκε επίσης σε ΠΑΟΚ (2000-2002 με κατάκτηση Κυπέλλου το 2001) Ερυθρό Αστέρα (2006-07) Άρη (2007-08) Ομόνοια (2010-11) και Ατρόμητο (2012-13). Μέχρι τις 29/8/2018 ήταν εκτελεστικός Διευθυντής της ΑΕΚ, ενώ από το 2011 είναι στέλεχος της ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Βοσνίας –Ερζεγοβίνης και αντιπρόεδρος της τεχνικής επιτροπής Ανάπτυξης Ποδοσφαίρου της ΟΥΕΦΑ.
O Στέλιος Μανωλάς γεννήθηκε το 1961 στη Νάξο και έμελλε να γίνει ένας από τους ελάχιστους ποδοσφαιριστές στην εποχή του επαγγελματικού ποδοσφαίρου που αγωνίστηκε μόνο σε μια ομάδα. Στην ΑΕΚ βρέθηκε σε ηλικία 15 ετών και τον Ιανουάριο του 1980 υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο, αρχίζοντας στην πρώτη ομάδα μια καριέρα που διήρκεσε ως τον Μάιο του 1998! Ο κορυφαίος αμυντικός όχι μόνο στην ιστορία της ΑΕΚ αλλά και στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, έγινε ηγετική φυσιογνωμία από τα νεανικά του χρόνια σε ηγέτη. Χάρη στην πολύ καλή τεχνική κατάρτιση, τον δυναμισμό, την αντίληψη και το πνεύμα νικητή που τον διέκρινε, ο Μανωλάς πρόσφερε και αμυντικά αλλά και επιθετικά. λΗταν ο ιθύνων νους της άμυνας αλλά και ο παίκτης που επηρέαζε την ομάδα όσο κανένας άλλος, δίνοντας αίσθηση σιγουριάς. Αγωνιζόταν και ως στόπερ και ως λίμπερο, αν και η πρώτη του θέση όταν τον καθιέρωσε ο Μίλτος Παπαποστόλου ήταν αυτή του δεξιού μπακ. Κορυφαία ανάμεσα σε χιλιάδες στιγμές καριέρας ήταν η απόκρουση με το κεφάλι μπροστά στην εστία της ΑΕΚ, στη κεφαλιά του Λάγιος Ντέταρι, στον κρίσιμο αγώνα με τον Ολυμπιακό στο ΟΑΚΑ που στο τέλος του βρήκε την ΑΕΚ νικήτρια και πρωταθλήτρια 1989. Ο Στέλιος Μανωλάς έκλεισε την καριέρα του με 447 αγώνες στην Α’ Εθνική, δεύτερος σε αριθμό συμμετοχών πίσω από τον Μίμη Παπαϊωάννου και δωδέκατος στην ιστορία της κατηγορίας, ενώ πέτυχε συνολικά 35 γκολ σε αγώνες πρωταθλήματος. Αναδείχθηκε τέσσερις φορές πρωταθλητής με την ΑΕΚ (1989, 1992, 1993, 1994) και τρεις φορές κυπελλούχος (1983, 1996, 1997), ενώ συμμετείχε και στην κατάκτηση δύο Σούπερ Καπ (1989, 1996) και ενός Λιγκ Καπ (1990). Με την Εθνική ομάδα αγωνίστηκε συνολικά 71 φορές από το 1982 έως το 1994 και πέτυχε 6 γκολ. Ήταν μέλος της Εθνικής στην πρώτη της παρουσία σε Παγκόσμιο Κύπελλο, το 1994 στις ΗΠΑ. Ανέλαβε δύο φορές την πρώτη ομάδα της ΑΕΚ ως υπηρεσιακός μέσα στη σεζόν 2015-16 και τη δεύτερη την οδήγησε στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας με το 2-1 επί του Ολυμπιακού στον τελικό του ΟΑΚΑ.
Ο Τόνι Σαβέβσκι γεννήθηκε στη Μπίτολα της FYROM το 1963. Ξεκίνησε την καριέρα του στην τοπική ομάδα της πόλης του, την Πέλιστερ, και σε ηλικία 17 ετών μεταγράφηκε στην Βαρντάρ Σκοπίων, που αγωνιζόταν στην πρώτη κατηγορία του τότε ενιαίου Γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος. Εκεί τον καθιέρωσε ο Στέφαν Μπόμπεκ, γνωστός στο ελληνικό κοινό από τη θητεία του στον Παναθηναϊκό τη δεκαετία του 1960. Με την Βαρντάρ, ο Σαβέβσκι κατέκτησε το πρωτάθλημα της Γιουγκοσλαβίας το 1987, ενώ τον Δεκέμβριο του 1988 ήρθε στην ΑΕΚ μετά από επιλογή του Ντούσαν Μπάγεβιτς, τον οποίον είχε προπονητή στην ολυμπιακή ομάδα της Γιουγκοσλαβίας. Στην ΑΕΚ παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 2001, οπότε και σταμάτησε την ποδοσφαιρική του καριέρα για να αναλάβει… εν μία νυκτί την τεχνική ηγεσία της ομάδας, μετά την απόλυση του Γιάννη Παθιακάκη. Στον πάγκο της ΑΕΚ είχε άμεσο συνεργάτη τον πρώην προπονητή του ΟΦΗ Ευγένιο Γκέραρντ και αποχώρησαν μαζί τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Ο Σαβέβσκι έπαιζε στη θέση του αριστερού χαφ και ήταν ταχύτατος μέσος. Είναι ένας από τους κορυφαίους ξένους ποδοσφαιριστές που έχουν αγωνιστεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο και ήταν ακόμα και στα ώριμα ποδοσφαιρικά χρόνια του καθοριστικός και σχεδόν αναντικατάστατος ποδοσφαιριστής. Πρότυπο ήθους, επαγγελματισμού και αγωνιστικότητας, λατρεύτηκε από συμπαίκτες και οπαδούς και έγινε αντικείμενο αναγνώρισης και σεβασμού από τους αντιπάλους παίκτες και φιλάθλους. Με την ΑΕΚ, κατέκτησε συνολικά τέσσερα πρωταθλήματα, (1989, 1992, 1993, 1994), τρία κύπελλα (1996, 1997, 2000), ένα Λιγκ Καπ (1990) και ένα Σούπερ Καπ (1989, 1996). Συνολικά έχει αγωνιστεί σε 357 αγώνες στην Α’ Εθνική, πετυχαίνοντας 52 γκολ. Είναι ο τρίτος σε συμμετοχές στην Α’ Εθνική, πίσω από τους Μίμη Παπαϊωάννου και Στέλιο Μανωλά. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη σεζόν 1990-91 δεν έχασε στο πρωτάθλημα ούτε ένα αγωνιστικό λεπτό! Παραμένει επίσης πρώτος σκόρερ της ΑΕΚ σε προκριματικά και ομίλους Τσάμπιονς Λιγκ, καθώς είχε σκοράρει το γκολ της ιστορικής νίκης στη Γλασκώβη επί της Ρέιντζερς το 1994, αλλά και στα ματς με Άγιαξ και Μίλαν τον ίδιο χρόνο.
Ο Βασίλης Δημητριάδης γεννήθηκε την 1η Φεβρουαρίου του 1966 στη Θεσσαλονίκη και άρχισε το ποδόσφαιρο στα εφηβικά του Άρη. Μετά από πέντε επαγγελματικές σεζόν στους “κίτρινους” με 123 ματς πρωταθλήματος και 38 γκολ (εκ των οποίων το πρώτο του με αντίπαλο την ΑΕΚ σε μια νίκη της τελευταίας με 3-1 στο Χαριλάου στις 26 Οκτωβρίου 1986) και αφού έγινε “μήλον της έριδος” για αρκετές ομάδες, όντας και διεθνής από τον Φεβρουάριο του 1988, το καλοκαίρι του 1991 εντάχθηκε στην ΑΕΚ. Η παρουσία του στην ομάδα συνέπεσε με την εκτόξευση της ΑΕΚ στην κορυφή του ελληνικού ποδοσφαίρου, η οποία χαρακτηρίστηκε από την κατάκτηση τριών συνεχόμενων πρωταθλημάτων το 1992, το 1993 και το 1994. Ο αγαπημένος της κιτρινόμαυρης εξέδρας φόρτωσε τα αντίπαλα δίχτυα με 28 γκολ τη σεζόν 1991-92 και με 33 γκολ (σε 33 αγώνες!) την περίοδο 1992-93. Και τις δύο αυτές σεζόν αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στο Πρωτάθλημα Α’ Εθνικής. Έπαιξε 28 φορές στην εθνική ομάδα σκοράροντας δύο φορές και συμμετέχοντας στην αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ, το πρώτο στην ιστορία του ποδοσφαίρου μας, το 1994. Μετά το τέλος της καριέρας του, έμεινε κοντά στην ΑΕΚ και την υπηρέτησε σε τρεις περιόδους ως γενικός αρχηγός και διευθυντής ποδοσφαιρικού τμήματος: το 1998-99, το 2009-2012 και από το καλοκαίρι του 2013 μέχρι σήμερα.
Ο Βασίλης Τσιάρτας είναι ένας από τους τελευταίους μεγάλους Έλληνες μπαλαδόρους, με δύο θητείες στην ΑΕΚ και με μεγάλες επιτυχίες στον σύλλογο αλλά και στην Εθνική Ελλάδας, με την οποία στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης το 2004 στην Πορτογαλία. Τον Δεκέμβριο του 1992 αποκτήθηκε από την ΑΕΚ και έγινε μέλος μιας ομάδας που ήταν ήδη πρωταθλήτρια και έμελλε να κατακτήσει, με αυτόν παρόντα, άλλους δύο τίτλους (1993, 1994) να παίξει στο Τσάμπιονς Λιγκ 1994-95 και να κατακτήσει το Κύπελλο του 1996 παίζοντας μοναδικής για τα ελληνικά ομορφιάς ποδόσφαιρο. Στους κιτρινόμαυρους έπαιξε σε 98 ματς πρωταθλήματος με 37 γκολ, εκ των οποίων τα 26 επιτεύχθηκαν τη σεζόν 1995-96, οπότε και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος. Ακολούθησε η μεταγραφή του στη Σεβίλη και ήταν από τους πρώτους Έλληνες ποδοσφαιριστές που εκμεταλλεύθηκαν το νόμο Μποσμάν, όταν “έπεσαν” τα ποδοσφαιρικά σύνορα. Επέστρεψε στην ΑΕΚ το 2000 για να παίξει σε άλλα 98 ματς πρωταθλήματος και να σημειώσει 43 γκολ! Ήταν βασικός άξονας της ομάδας που έχασε το πρωτάθλημα στην ισοβαθμία το 2002 και κατέκτησε το κύπελλο (2-1 τον Ολυμπιακό στον τελικό) όπως κι αυτής του 2002-΄03 με τις έξι ισοπαλίες σε ισάριθμα ματς στον όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ, με αντιπάλους τη Γκενκ, τη Ρόμα και τη Ρεάλ Μαδρίτης. Σε αυτή την τετραετία σημείωσε και τα δέκα ευρωπαϊκά γκολ του με την ΑΕΚ. Το καλοκαίρι του 2004 αποχώρησε από την ΑΕΚ και μετά την κατάκτηση του EURO 2004 από την Εθνική μας, αγωνίστηκε σε Κολωνία και Εθνικό. Κρέμασε τα παπούτσια του στα τέλη του 2006 και ασχολήθηκε με το μάνατζμεντ ποδοσφαιριστών. Το 2012-13 διετέλεσε τεχνικός διευθυντής στην ΑΕΚ.
Ο Ηλίας Ατματσίδης γεννήθηκε στις 22 Απριλίου 1969 στην Ακριννή Κοζάνης και η πρώτη του θέση ήταν αυτή του επιθετικού! Λόγω ύψους, όμως, τοποθετήθηκε κάτω από τα δοκάρια και από τους Πόντιους Κοζάνης βρέθηκε να υπερασπίζεται την εστία των Ποντίων Βεροίας στη Γ’ και στη Β’ Εθνική. Το 1992, στα 23 του, αποκτήθηκε από την τότε πρωταθλήτρια ΑΕΚ. Την πρώτη χρονιά ήταν αναπληρωματικός του Αντώνη Μήνου, όμως από το 1993 καθιερώθηκε ως βασικός και αναντικατάστατος φύλακας της εστίας της ΑΕΚ. Λάνσαρε ένα καινούριο στιλ παιχνιδιού στο τέρμα, παίζοντας και αρκετά έξω απ’ αυτό και συμμετέχοντας στο παιχνίδι της ομάδας. Η ταχύτητά του, η γρήγορη σκέψη και το ρίσκο που έπαιρνε, ήταν μεταξύ άλλων τα στοιχεία που τον έκαναν να ξεχωρίσει. Από το 1993 έως και το 2003 (τον Ιανουάριο του ’03 βρέθηκε στον ΠΑΟΚ, έχοντας πια χάσει τη θέση του βασικού από τον Διονύση Χιώτη) ο Ηλίας Ατματσίδης υπερασπίστηκε την εστία της ΑΕΚ σε 251 αγώνες Πρωταθλήματος (12ος σε συμμετοχές) και σε 50 ευρωπαϊκά ματς. Σκόραρε μάλιστα και δύο φορές: το νικητήριο γκολ στη διαδικασία των πέναλτι του Τελικού του 1997 με τον Παναθηναϊκό στο Καραϊσκάκη (0-0 στα 120′ και 5-3 στα πέναλτι) και το δεύτερο γκολ της ΑΕΚ, πάλι με πέναλτι, στο 2-1 επί της Ξάνθης που έστειλε την ΑΕΚ ως δεύτερη της βαθμολογίας στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ το 1999. Κατέκτησε τον τίτλο του 1994 ως βασικός γκολκίπερ της ΑΕΚ (το 1993 δεν είχε παίξει καθόλου) αλλά και τα Κύπελλα του 1996, του 1997 και του 2000. Δεν έπαιξε στον νικηφόρο Τελικό του 2002 με τον Ολυμπιακό, όμως η καθοριστική απόκρουσή του σε τετ α τετ με τον Θανάση Πρίττα στην παράταση της ρεβάνς στη Νέα Φιλαδέλφεια με αντίπαλο την SKODA Ξάνθη, ήταν αυτή που εξασφάλισε τη συμμετοχή της ΑΕΚ στον Τελικό. Επί σειρά ετών βασικός τερματοφύλακας της Εθνικής (47 συμμετοχές), με παρουσία στο Μουντιάλ του 1994, αποφάσισε να μην ξαναφορέσει τα εθνικά χρώματα μετά την διαιτησία του Δημητρόπουλου τον Νοέμβριο του 1999 στον αγώνα ΑΕΚ-Ολυμπιακού. Σε αντίθεση με τους Νικολαΐδη και Κασάπη, ο ίδιος δεν άλλαξε απόφαση και δεν επέστρεψε στην Εθνική όταν οι δύο συμπαίκτες του επέστρεψαν επί Ρεχάγκελ το 2001.
Ο Ντέμης Νικολαΐδης γεννήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου του 1973 στο Γκίσεν της Γερμανίας, όμως μετά από λίγα χρόνια η οικογένειά του επέστρεψε στην Αλεξανδρούπολη, όπου ο μετέπειτα παίκτης και πρόεδρος της ΑΕΚ ξεκίνησε την καριέρα του στον τοπικό Εθνικό. Μάλιστα η ΑΕΚ είχε ενδιαφερθεί γι’ αυτόν από το 1992, αλλά μεσολάβησε η μεταγραφή του στον Απόλλωνα στα τέλη του 1993, πριν τον κάνει δικό της η ΑΕΚ το 1996 με προσπάθειες του τότε διοικητικού της ηγέτη Μιχάλη Τροχανά αλλά και με την επιμονή του ίδιου του παίκτη που δεν ήθελε να πάει στον Ολυμπιακό, με τον οποίο είχε συμφωνήσει η τότε διοίκηση του Απόλλωνα. Στην ομάδα της καρδιάς του, ο Ντέμης έκανε μια μεγάλη ποδοσφαιρική καριέρα που διήρκεσε επτά χρόνια. Έγινε ο ηγέτης της ομάδας και ο αγαπημένος της εξέδρας, τοποθετώντας όμως και ο ίδιος την ΑΕΚ και τη σχέση του με τον κόσμο της στην κορυφή των ποδοσφαιρικών του προτεραιοτήτων. Το 1999 αποφάσισε να αποχωρήσει από την Εθνική Ομάδα, μαζί με τους Κασάπη και Ατματσίδη, διαμαρτυρόμενος για τις αδικίες σε βάρος της ΑΕΚ και τη συστηματική διαιτητική εύνοια του Ολυμπιακού (επέστρεψε δύο χρόνια μετά) ενώ το 2004 εγκατέλειψε την ενεργό δράση ως παίκτης της Ατλέτικο Μαδρίτης και πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική Ελλάδας, για να ηγηθεί διοικητικά της προσπάθειας σωτηρίας της ομάδας. Από το 1996 ως το 2003 ο Νικολαΐδης έπαιξε σε 265 επίσημα ματς στην ΑΕΚ και πέτυχε 175 γκολ. Οι επιδόσεις του αυτές και η σπάνια ποιότητα που είχε σαν επιθετικός, τον καθιέρωσαν στην συνείδηση του κόσμου της, σαν έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που φόρεσαν ποτέ την φανέλα της «Ένωσης», παρά το γεγονός πως δεν κατάφερε να στεφθεί πρωταθλητής με την φανέλα της, αφού συνέπεσε με τα χρόνια της απόλυτης παρασκηνιακής και αγωνιστικής κυριαρχίας του Ολυμπιακού.
Αν και το όνομά του είχε ταυτιστεί με έναν παραδοσιακό αντίπαλο της ΑΕΚ, ο Νίκος Λυμπερόπουλος κατάφερε να αγαπηθεί από τους οπαδούς της Ένωσης και να ζήσει μαζί της σημαντικές στιγμές στα συνολικά επτά χρόνια που φόρεσε τη φανέλα της σε δύο θητείες (2003-08 και 2010-12). Με την ΑΕΚ άλλωστε πανηγύρισε τον μοναδικό τίτλο της καριέρας του, το Κύπελλο Ελλάδας του 2011. Γεννήθηκε το 1975 στα Φιλιατρά Μεσσηνίας και η τοπική Εράνη Φιλιατρών ήταν η πρώτη του ομάδα, πριν πάει στην Καλαμάτα, με την οποία έγινε γνωστός. Το 1996 μεταγράφηκε στον Παναθηναϊκό (1996). Αποκτήθηκε από την ΑΕΚ το καλοκαίρι του 2003 και έμεινε σε αυτήν μέχρι το καλοκαίρι του 2008, όταν μεταγράφηκε στην Αϊντραχτ Φρανκφούρτης. Το καλοκαίρι του 2010 επέστρεψε στην Ελλάδα για την ΑΕΚ, της οποίας τη φανέλα φόρεσε μέχρι το 2012, όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Με την ΑΕΚ είχε συνολικά 264 συμμετοχές και πέτυχε 102 γκολ. Κατέκτησε μαζί της ένα κύπελλο (2011) και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της Α’ Εθνικής μια φορά με τη φανέλα της (2007 με 18 γκολ), σεζόν κατά την οποία αναδείχθηκε σε κορυφαίο ποδοσφαιριστή του πρωταθλήματος. Από τα πολλά γκολ του με την ΑΕΚ, ξεχωρίζει αυτό της πρώτης νίκης στο Τσάμπιονς Λιγκ με αντίπαλο τη Λιλ, αλλά και αυτό επί του Ολυμπιακού στο 4-0 του 2008. Αμφότερα με άπιαστα σουτ έξω από την περιοχή. Επίσης, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που σκόραρε σε βάρος της παλιάς του ομάδας, του Παναθηναϊκού. Ο Λυμπερόπουλος υπήρξε μέλος όλων των εθνικών ομάδων και έφτασε με την Εθνική μέχρι την προημιτελική φάση του Euro 2012. Έκλεισε την σπουδαία καριέρα του με 726 ματς και 268 γκολ σε συλλογικό επίπεδο, ενώ με την Εθνική είχε 76 συμμετοχές και πέτυχε 13 γκολ. Συνολικά αναδείχθηκε δύο φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, αφού το είχε καταφέρει και το 2003 με τον Παναθηναϊκό.