Μεγάλη συνέντευξη παραχώρησε ο Ντίνος Μήτογλου στο sport24.gr, όπου μίλησε μεταξύ άλλων για την μέχρι στιγμής καριέρα του αλλά και την αμιγώς “αθλητική” οικογένεια του
Για το ξεκίνημα της καριέρας του:
”Από τα 15 έως τα 18 μου, ουδείς πλην της οικογένειάς μου με πίστεψε. Ήμουν ένα ψηλό και αδύνατο παιδί, δεν είχα κάτι άλλο. Όμως εγώ δεν άφησα μόνο του το όνειρο μου, το πήρα σφιχτά αγκαλιά και ταξίδεψα μαζί του. Όπως η γνώση, έτσι και η απόρριψη είναι δύναμη, αρκεί να πιστεύεις στον εαυτό σου και να συνεχίζεις”.
Μικρός, δεν ήμουν το παιδί που ξεχώριζε, δεν έβλεπαν σε μένα δυνατότητες. Ίσως δικαίως τότε. Πήρα μπόι απότομα. Στο τέλος της τρίτης Γυμνασίου ήμουν 1.72 και μέσα σε ένα καλοκαίρι, ”φόρτωσα” μαζεμένους 21 πόντους.
Εμφανίστηκα στην πρώτη Λυκείου με μπόι 1.93, οι συμμαθητές μου δυσκολεύονταν να με αναγνωρίσουν. Είχα χαρά, αλλά μαζί και απώλεια προσανατολισμού.
Για την αλλαγή θέσης που έφερε η απότομη αλλαγή στη σωματοδομή του και τη μεταγραφή στην Γ’ Εθνική:
Πριν συμβεί αυτό, αγωνιζόμουν ως αμυντικός χαφ και δεξί μπακ. Τώρα τι; Πως ακριβώς προσαρμόζεις τον εαυτό σου στο άθλημα όταν πλέον δεν μπορείς να το υπηρετήσεις σύμφωνα με αυτά που ίσχυαν δύο-τρεις μήνες πριν;
Σκεφτόμουν ότι για να συνεχίσω, θα έπρεπε γρήγορα να εναρμονιστώ με τα νέα δεδομένα, δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο, ούτε για σκέψεις αρνητικές.
Ευτυχώς, στα επόμενα δύο χρόνια σταθεροποιήθηκα στο άθλημα που αγαπώ, παρά τις δυσκολίες που προκάλεσε η απότομη αλλαγή στο σώμα μου.
Συζητώντας με τους προπονητές μου μέσα από τη διαδρομή μου σε ΠΑΟΚ, Άρη και Απόλλωνα Καλαμαριάς, υπήρχαν πλέον δύο επιλογές: αμυντικός μέσος ή στόπερ.
Την πρώτη, δεν μπορούσα να την υπηρετήσω όπως θα έπρεπε, διότι ψηλώνοντας βιαστικά, έχασα τα τρεξίματα που είχα πριν και φυσιολογικά, εμφάνισα έλλειμμα στη δύναμη. Ήμουν όμως ακόμα γρήγορος.
Οπότε έπρεπε να δοκιμάσω ως κεντρικός αμυντικός για να διαπιστώσω που θα με έβγαζε. Και αυτό έκανα.
Τουλάχιστον, γι αυτή την απότομη αλλαγή στο σώμα μου, δεν βρέθηκα από τη μία ημέρα στην άλλη δίχως ρούχα και παπούτσια. Ο Ντίνος είχε περάσει από αυτό το στάδιο, οπότε ανακάλυψα όλα όσα ήθελα στις δικές του ντουλάπες. Μαζί και την τύχη να μην ”μακρύνω” περισσότερο, για καλό μου στα επόμενα δύο χρόνια πήρα μόνο δύο πόντους.
Στο μεσοδιάστημα, παίζοντας πλέον ως στόπερ στα τοπικά πρωταθλήματα της Θεσσαλονίκης, κέρδιζα χρόνο, ρόλο και αυτοπεποίθηση.
Ναι, είχα δυνατότητες να γίνω ποδοσφαιριστής, δεν θα άφηνα κανέναν να μου το στερήσει. Έφτασα στα 17 και ο Αγροτικός Αστέρας, ομάδα της Γ’ Εθνικής τότε, με κάλεσε κοντά του. Ευτυχία! Και μεγάλη δοκιμασία μαζί.
Εκεί είχα να κάνω με νταμάρια, με παίκτες 30 και 35 ετών, σκληρούς και αδιαπραγμάτευτους στο γήπεδο. Έγινα κι εγώ αντράκι.
Βέβαια τίποτα δεν μου χαρίστηκε, τίποτα δεν ήταν απλό. Ήμουν ο πέμπτος στόπερ της ομάδας, για καιρό δεν μου έδιναν και ιδιαίτερη σημασία, μέχρι που χρειάστηκε να παίξω. Και τότε έγινα αυτός που έπρεπε να είμαι για να μη σπαταλήσω την ευκαιρία.
Για τις άλλες λύσεις που αναζητούσε εκείνη την περίοδο και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε:
Εκείνη την περίοδο αναζητούσα κι άλλες διεξόδους. Ο Ντίνος είχε ήδη κάνει τις σπουδές του στις ΗΠΑ, παίζοντας παράλληλα μπάσκετ στο Wake Forest, οπότε σκεφτόμουν να ακολουθήσω την πορεία του.
Άρχισα να ψάχνω για κολέγια στο διαδίκτυο όπου παράλληλα θα μπορούσα να παίζω και ποδόσφαιρο, εν τω μεταξύ είχα εξασφαλίσει υποτροφία με τα δύο πτυχία αγγλικών που απέκτησα στην Ελλάδα και το καλό απολυτήριο Λυκείου που είχα, όμως δεν βρήκα αυτό που έψαχνα και τελικά έμεινα στη Θεσσαλονίκη.
Ήταν μια πολύ απαιτητική περίοδος, από τις 8 το πρωί έως τις 2 το μεσημέρι ήμουν στη σχολή που επέλεξα για να σπουδάσω management και μετά, αμέσως για προπόνηση.
Υπήρχαν ημέρες που δεν προλάβαινα να φάω σωστά, άλλες που δεν κοιμόμουν καλά, παράλληλα είχα και διάβασμα για να ανταποκριθώ στις πολύ υψηλές απαιτήσεις του κολεγίου.Πέρασαν τρεις μήνες, όμως ήμουν στον πάγκο ακόμα.
Έβλεπα να παίζουν παιδιά στην ηλικία μου, εγώ όμως όχι. “Κάτσε, τι γίνεται εδώ, γιατί όχι εγώ;”
Δεν υπάρχει απάντηση σε αυτό, αν την αναζητήσεις με κριτήρια εγωιστικά, θα χάσεις τη μπάλα, θα βάλεις τη σκέψη σου σε λαβύρινθο χωρίς έξοδο. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να δουλεύεις και να περιμένεις.
Και το βασικότερο όλων, να μη σταματάς να πιστεύεις στον εαυτό σου, αν όντως το έχεις μέσα σου και δεν τον κοροϊδεύεις. Δεν είναι μια απλή διαδικασία να μείνεις συγκεντρωμένος όταν όλα γύρω σου μοιάζουν να μη σε ευνοούν.
Με προσήλωση στο στόχο και πίστη στο Σίμο, είχα την ευκαιρία μου. Όταν αυτό συνέβη, δεν υπήρχε γυρισμός, μόνο το επόμενο βήμα. Πήρα μια για γεμάτη σεζόν και στο δρόμο μου εμφανίστηκε ο Βόλος. Από τα τοπικά βρέθηκα στη Γ’ Εθνική και από εκεί στη μεγάλη κατηγορία.
Μαθημένος στις δυσκολίες και στο να κερδίζω μέσα από αμφισβήτηση και και επιμονή το δρόμο μου προς την ενδεκάδα, δεν μου φάνηκε περίεργο ότι και στο Βόλο είχα να αντιμετωπίσω μια παρόμοια κατάσταση.
Ήμουν ξανά ο πέμπτος στόπερ στην ιεραρχία το καλοκαίρι του 2019, όμως αυτό δεν με ενοχλούσε. Διότι έβλεπα ποιοι έπαιζαν, πως έπαιζαν και ήμουν βέβαιος ότι θα το αλλάξω, σίγουρος ότι θα έρθει η στιγμή που θα τους προσπεράσω.
Αυτός είναι ο καλώς εννοούμενος εγωισμός που κάθε ποδοσφαιριστής πρέπει να διαθέτει. Δεν παραδίδω μαθήματα, δεν κάνω τον έξυπνο, απλώς μοιράζομαι την εμπειρία μου. Αγαπώ και σέβομαι τους συμπαίκτες μου, όμως έχω εμπιστοσύνη σε μένα και σε αυτά που μπορώ να κάνω. Έβλεπα λοιπόν ότι θα έρθει η στιγμή μου και περιμένοντάς την, συνέχιζα να δουλεύω για τη βελτίωσή μου.
Πέρασα μια σεζόν (2019-20) στον πάγκο, στο τέλος της οποίας έπαιξα στα play-out και παρά τις ήττες άρχισα να καταλαβαίνω ότι η ομάδα βλέπει κάτι σε μένα. Ωστόσο το ξεκίνημα της σεζόν με βρήκε ξανά στον πάγκο. Και τι κάνεις εκεί, τα παρατάς; Όχι βέβαια! Ακούω πολλούς παίκτες να μιλούν για την ευκαιρία που δεν έχουν.
Η ευκαιρία είναι πάντα εκεί, ό,τι κι αν συμβαίνει, αρκεί να έχεις υπομονή και να την κυνηγάς. Ακόμα και για τον πιο αδικημένο, θα έρθει η στιγμή.
Πρέπει να είσαι έτοιμος, να εκμεταλλεύεσαι και το δευτερόλεπτο, ακόμα και τον ελάχιστο χρόνο ως αλλαγή σε ”σκοτωμένα” παιχνίδια. Έκανα υπομονή, μου δόθηκε μετά από κάποιους μήνες η δυνατότητα να παίξω βασικός κόντρα στην ΑΕΛ.
Αποβλήθηκα… Τότε πράγματι, ένιωσα ότι έκανα ένα βήμα πίσω. Και την αμέσως επόμενη ημέρα, ένα βήμα μπροστά.
Μπήκα στην προπόνηση πιο δυνατός, συνέχισα τη δουλειά σαν να μη συνέβη κάτι. Πέρασαν άλλοι έξι μήνες μέχρι να χρησιμοποιηθώ σε μια διαδικασία συνεχόμενων αγώνων, όμως πλέον το είχα πιστέψει ότι θα προσπεράσω όσους είχα μπροστά μου. Τίποτα δεν θα με κρατούσε πίσω.
Για την μεταγραφή του στην ΑΕΚ:
Μετά από μισή σεζόν ως βασικός στο Βόλο, ένιωσα ότι πατούσα πλέον γερά στα πόδια μου. Όχι όμως ότι θα εμφανιζόταν η ΑΕΚ για μένα. Αυτό πράγματι με αιφνιδίασε, από την άλλη, εγώ που γνωρίζω καλύτερα από όλους τον Σίμο και ξέρω πόσο κόπιασα, δούλεψα και πολέμησα γι αυτό, ναι, αισθανόμουν δικαιωμένος.
Μαζί και έτοιμος για μια νέα δοκιμασία, να ξεκινήσω την κούρσα από το τέλος για να εμφανιστώ μπροστά. Η μητέρα μου, αθλήτρια του στίβου ως δρομέας μεγάλων αποστάσεων και κολόνα της οικογένειας, ξέρει ότι αυτές οι διαδρομές απαιτούν υπομονή και αντίληψη, σοφία -όπως το όνομά της- και εγρήγορση.
Για τον ρόλο των γονιών του στην εξέλιξη του και την ευκαιρία που του έδωσε ο Γιαννίκης:
Η μητέρα μου έχει παίξει μέγιστο ρόλο με τις ξεκάθαρες κουβέντες της στο να βρίσκομαι εδώ που πατώ σήμερα.
Ο πατέρας μου είναι αυτός που καθημερινά συζητώ μαζί του για το ποδόσφαιρο και η μητέρα μου εκείνη που θα μπει στο πετσί της κουβέντας και θα με κάνει να δω πράγματα από άλλη σκοπιά.
Ερχόμενος στην ΑΕΚ, ήξερα ότι θα έπρεπε ξανά να κερδίσω τη θέση μου με άλματα από τις πίσω θέσεις. Κανένα πρόβλημα, δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο για μένα. Έμαθα να είμαι έτοιμος για τη στιγμή.
Πέρασε αρκετός καιρός με το να βρίσκομαι στην αφάνεια, όμως ούτε μία στιγμή που να έπαψα να σκέφτομαι ότι θα έρθει η σειρά μου. Ίσως να μου την έδινε αργότερα ο κόουτς Μιλόγεβιτς, μου την προσέφερε αμέσως ο κόουτς Γιαννίκης.
Ήταν απρόσμενο, μέχρι και την ημέρα του αγώνα με τον Ατρόμητο, αλήθεια δεν είχα ιδέα ότι θα ξεκινούσα.
Συνήθως στα πρώτα παιχνίδια τους, οι προπονητές πορεύονται με την πεπατημένη, δεν τολμούν αλλαγές. Ο κόουτς Γιαννίκης όμως με είχε βασικό.
Χωρίς πολλά λόγια και υπερ-αναλύσεις, μου άνοιξε την πόρτα της ενδεκάδας, μου υπέδειξε κάποιες τακτικές προσεγγίσεις και αυτό ήταν.
Ούτε άγχος, ούτε πίεση, ούτε ”να η ευκαιρία σου, μπες και πιάσε την από το μαλλιά” που συνήθως λένε στους προωτοεμφανιζόμενους και τα πόδια τους τρέμουν. Σαν να ήταν όλα αυτονόητα.
Είπα μέσα μου ότι η προσπάθειά μου στις προπονήσεις δικαιώθηκε, κέρδισα τη στιγμή μου, έπρεπε απλά να εμφανιστώ στο γήπεδο και να κάνω αυτό που ξέρω.
Πάτησα στο χορτάρι του Ολυμπιακού Σταδίου κι έπαιξα σαν να ήταν απλά μια μέρα στα Σπάτα, ένα διπλό με την ομάδα.
Όταν βρίσκομαι στο γήπεδο, είμαι μόνο εκεί, τίποτα δεν με επηρεάζει. Ακούω τις φωνές, εισπράττω το κλίμα, μου αρέσει η έντονη ατμόσφαιρα, όμως δεν χάνω το μυαλό και τη συγκέντρωσή του, είμαι δοσμένος εκεί.
Μετά το τέλος του αγώνα με τον Ατρόμητο, κατέβηκε στα αποδυτήρια ο κύριος Μελισσανίδης. Άργησα να μπω γιατί μιλούσα πριν στην τηλεόραση και αίφνης τον είδα μπροστά μου. ”Συγχαρητήρια, συνέχισε έτσι” μου είπε χαμογελαστός και άπλωσε το χέρι του για χειραψία. Υποσχέθηκα ότι θα το κάνω!.
Για τον αδερφό του, Ντίνο:
Θυμάμαι τα καλοκαίρια, όταν ο Ντίνος είχε πλέον περισσότερο χρόνο, να βάζουμε τη μπάλα του μπάσκετ κάτω και να περνάμε τόσο ωραία οι δυο μας. Ήταν ψηλότερος και μεγαλύτερος, οπότε στην αρχή περιοριζόμασταν σε σουτάκια και στο ”ρολόι”. Μεγαλώνοντας εγώ, αρχίσαμε και τα μονά.
Όταν του έβαζα καλάθι, τον έκανα να νευριάζει: ”μα καλά, εσύ υποτίθεται ότι παίζεις και μπάσκετ”, του έλεγα.
Θύμωνε, αλλά πάντα ήμασταν εγώ και εκείνος, δύο δεμένα αδέρφια που περνούσαν καλά μαζί. Είχε έφεση στο ποδόσφαιρο, όμως μετά από ένα τουρνουά με τον ΠΑΟΚ στην Ολλανδία, βρήκε το πάτημα που ήθελε για να αλλάξει τη διαδρομή και τη ζωή του.
Γύρισε πίσω συνειδητοποιημένος, ίσως και ενοχλημένος επειδή δεν έπαιξε όσο θα περίμενε και τότε κρέμασε πρόωρα τα παπούτσια του: “Τέλος το ποδόσφαιρο για μένα, τώρα μόνο μπάσκετ”. Αυτό ήταν! Εκείνος διάλεξε το άθλημα, όχι το άθλημα εκείνον.
Τον παρακολουθώ αδιάκοπα, όταν παίζει ο Ντίνος, εγώ πωρώνομαι.
Έχω άποψη για το μπάσκετ, αυτή που μου επιτρέπεται να έχω ως ένας θεατής που του αρέσει το άθλημα και θέλει να βλέπει τον αδερφό του να είναι πάντα ο καλύτερος και ο νικητής.
Ασφαλώς θα κάνω και τις παρατηρήσεις μου, θα του πω αυτό που βλέπω, θα μπω στην κουβέντα μαζί του. Και εκείνος το ίδιο. Θα με δει να αγωνίζομαι, θα μου μιλήσει, θα τον ακούσω.
Ο Ντίνος είναι για μένα υπόδειγμα αφοσίωσης στον αθλητισμό, μου έδειξε το δρόμο και τον θαυμάζω γι αυτό.
Είναι ο τύπος που θα προσέξει τον εαυτό, τη ζωή, τη διατροφή, τον ύπνο του. Παρατηρώντας εκείνον όταν έπαιζε στον Παναθηναϊκό ενόσω ήμουν στο Βόλο, συνειδητοποίησα πολλά για το πως πρέπει να λειτουργεί ο επαγγελματίας αθλητής.Υπήρχαν στιγμές που ήθελα να κάνω τα δικά μου, αλλά ήταν εκεί για να μου πει τι μου επιτρέπεται και τι όχι, τι θα πρέπει να προσέξω και τι να αποφύγω. “Όχι μικρέ, αυτό θα σε φέρει πίσω, μην το κάνεις”. Κι έτσι απέκτησα τη δική του νοοτροπία.
Για τον πατέρα του, Δημήτρη:
Μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου είναι ο Δημήτρης Μήτογλου, ο πατέρας μου. Καθοδηγητής και μαζί ο πιο αυστηρός κριτής μου. Υπάρχουν φορές που τον παίρνω μετά τα παιχνίδια, νιώθοντας ότι έχω παίξει καλά και τον ακούω να μου λέει την αλήθεια
“Πατέρα, πήγαμε καλά σήμερα, πως τον είδες τον αγώνα;”. Δεν θα μου κρυφτεί… “Εντάξει ήταν, αλλά τι έγινε σε εκείνη τη φάση, γιατί την έχασες;”
Στην αποβολή μου στο ματς με τον Άρη για το μαρκάρισμα πάνω στον Καμαρά, μου έδειξε ότι είχα δύο άλλες επιλογές. Η πρώτη να του κάνω το φάουλ πριν γυρίσει προς την εστία, η δεύτερη να κοιτάξω ότι ο Βράνιες ήταν κοντά, άρα υπήρχαν πολύ καλές πιθανότητες να τον προλάβαινε εκείνος. Γενικά, δεν θα μου χαριστεί, θα μου πει αυτό ακριβώς που βλέπει.
Ήταν το πρώτο γκολ μου με την ΑΕΚ, όμως ο πατέρας μου στάθηκε στην κόκκινη κάρτα και καλά έκανε!
Αγωνιστικά από όσα έχω δει σε βίντεο και μου έχουν πει, ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ δυνατός στόπερ, πήγαινε στη μονομαχία και την τελείωνε. Ξεκίνησε ως φορ, ήταν πολύ καλός με τη μπάλα ψηλά, ικανός στο κεφάλι, αλλά το στυλ μας είναι διαφορετικό, όπως και το ποδόσφαιρο στις μέρες μας.
Θυμάμαι όταν ξεκινούσα να ψάχνω τι έκανε στην καριέρα του, ότι έπεσα πάνω στα παιχνίδια του ΠΑΟΚ με τη Νάπολι για το Κύπελλο UEFA.
Μου φαινόταν εξωπραγματικό ότι ο πατέρας μου αγωνίστηκε σε ματς εναντίον του Μαραντόνα, με έκανε να τον βλέπω σαν μύθο.
Βέβαια ο βασικός αντίπαλός του ήταν ο Καρέκα που είχε ήδη παίξει σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα με τη Βραζιλία και ο οποίος στο τέλος του αγώνα πήγε σε εκείνον και του έδωσε συγχαρητήρια για τον τρόπο που τον αντιμετώπισε.
Ωστόσο εγώ ήθελα να μάθω για τον Ντιέγκο, στο μυαλό μου η σκέψη και μόνο ότι ο πατέρας μου τον είχε αντιμετωπίσει, με έκανε να τον βλέπω σαν μύθο! Μου έχει πει ότι ήταν ένας ποδοσφαιριστής που απλά δεν γινόταν να τον φέρεις βόλτα.
Ακόμα κι αν είχες δέκα διαφορετικούς υπολογισμούς στο μυαλό σου για το πως θα κινηθεί, εκείνος θα επέλεγε τον ενδέκατο που απλά δεν μπορούσες να φανταστείς ότι υπήρχε.
Για τη συμπεριφορά του έξω από το γήπεδο και τη σχέση του με τον ατζέντη του:
Είμαι ο Σίμος Μήτογλου και δεν θα σταματήσω τον εαυτό μου από αυτό που θέλει να κάνει. Δεν υπάρχει ταβάνι, μόνο προσπάθεια να γίνομαι συνεχώς καλύτερος, πιο έξυπνος, σοφός και ευέλικτος.
Αν θέλεις να είσαι σοβαρός ως αθλητής και στοχεύεις να πετύχεις πράγματα μέσα από αυτή τη σύντομη διαδρομή, πρέπει να είσαι ασκητής.
Απαγορεύεται η εμμονή στη νύχτα, πρέπει να έχεις μέτρο σε όλα. Πειθαρχία, καλό φαγητό, σωστό ύπνο, νορμάλ χρήση των Social Media.
Δεν τρελάθηκα για παράδειγμα όταν για κάποιες ώρες έπαψαν να λειτουργούν, άλλωστε υπάρχει μια εταιρία με την οποία συνεργάζομαι για να μη γίνεται αλόγιστη χρήση και να έχω μια κατεύθυνση που δεν θα παρεξηγηθεί.
Οι φίλοι μου είναι αυτοί που είχα από παλιά. Πιστεύω πολύ στη σταθερότητα και στις αληθινές σχέσεις που χτίζονται με τα χρόνια. Έρχονται από τη Θεσσαλονίκη να με δουν, περνάμε χρόνο μαζί στο σπίτι, ακούω τις συμβουλές και τις παρατηρήσεις τους, φιλτράρω όλα όσα μου λένε.
Έχω και στο χωριό, στη Δράμα, τόσους και τόσους ΑΕΚτζήδες που είμαστε φιλαράκια από παιδιά. Αυτές οι φιλίες μένουν σταθερές στο χρόνο και είναι αδιαπραγμάτευτες, φίλτρο καθαρής και αγνής αγάπης.
Τέτοια είναι η σχέση μου και με τον ατζέντη μου, τον Βασίλη Παναγιωτάκη.Είναι ο άνθρωπος που μου έκανε τόσο καλό που ποτέ δεν θα ξεχάσω. Εμφανίστηκε για μένα στο Βόλο όταν εγώ δεν έπαιζα καθόλου εκεί.
Αυτή η παρουσία μέτρησε πολύ στην ψυχολογία μου, βρήκα ένα στήριγμα, μια σιγουριά ότι ακόμα κι αν τα πράγματα δεν εξελιχθούν καλά, θα έχω δίπλα μου κάποιον που θα φροντίσει για μένα. Κάποιον που με πίστευε και έβλεπε κάτι στον Σίμο. Έτσι πρέπει να είναι οι σχέσεις με τους μάνατζερ, αληθινές και ανθρώπινες.
Είμαι ο Σίμος Μήτογλου, ένας αθλητής που καθημερινά κυνηγά το επόμενο όνειρό του γιατί με πίστη, αγάπη και επιμονή, μόνιμα έβλεπε να δικαιώνεται για κάθε προηγούμενο.