Μεγάλη συνέντευξη στην ιστοσελίδα e-handball.gr παραχώρησε ο σπουδαίος Σάββας Καρυπίδης, ο οποίος αναφέρθηκε και στη θητεία του στην ΑΕΚ.
Αναλυτικά όσα δήλωσε:
Πότε συνειδητοποιήσατε πως θα αγωνιστείτε δίπλα στα ινδάλματά σας; «Όταν άρχισα το χάντμπολ έψαχνα βιντεοκασέτες με την Μπουντεσλίγκα και είχα όλους αυτούς τους αθλητές ως πρότυπα, τους θαύμαζα πάρα πολύ. Ούτε που σκεφτόμουν ότι μπορώ να ανήκω στο ίδιο πρωτάθλημα με εκείνους. Η αλήθεια είναι ότι παίζοντας με την Εθνική Ελλάδος και με τον Φίλιππο και τον Πανελλήνιο ευρωπαϊκά παιχνίδια άρχισα να συνειδητοποιώ ότι τελικά είμαι τυχερός και ήταν μεγάλη τιμή που αντιμετωπίζω τους καλύτερους αθλητές του κόσμου. Έλεγα πού να γίνω εγώ ένας τέτοιος αθλητής. Όμως θεωρώ ότι αυτό συνέβη ύστερα από πάρα πολύ δουλειά. Μου αρέσει πολύ ο αθλητισμός και μου άρεσε να προπονούμαι όλη μέρα κάθε μέρα. Ήμουν σχεδόν έξι με οκτώ ώρες στο γήπεδο. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα με είδαν κάποιοι μάνατζερ και τον Ιανουάριο του 2005 πήγα στην Ελβετία και τη Σαφχάουζεν. Όμως πριν πάω στο ελβετικό πρωτάθλημα είχα κλείσει για δύο χρόνια με τη Βέτσλαρ. Έτσι, για μισή σεζόν βοήθησα την ελβετική ομάδα, η οποία όμως μετά ήθελε να με κρατήσει για πολλά χρόνια, αλλά εγώ είχα υπογράψει στη Γερμανία».
Ο ρόλος σας στις ομάδες του εξωτερικού άλλαξε. Ήταν πιο εξειδικευμένος; «Σαφέστατα, διότι στην Ελλάδα δουλεύεις, σπουδάζεις ενώ εκεί είσαι καθαρά επαγγελματίας. Ο μόνος σου στόχος είναι να προπονείσαι, να κοιμάσαι καλά, να τρέφεσαι σωστά και να δίνεις τον καλύτερο σου εαυτό, ώστε να αντιμετωπίσεις την πίεση του πρωταθλήματος. Από εκεί και πέρα άλλαξαν οι συνήθειες μου στον τρόπο λειτουργίας, προπόνησης μυαλού και μπήκα σε αυτό το καλούπι. Άλλαξαν οι ρόλοι, οι προπονήσεις ήταν πιο έντονες και πιο δύσκολες. Το κύριο μέλημά μου ήταν να προπονούμαι και να δίνω τον καλύτερό μου εαυτό σε κάθε αγώνα. Επίσης όταν πας σε ξένο πρωτάθλημα οι πρώτοι έξι μήνες είναι δύσκολοι. Κυριαρχούσε η πίεση και το άγχος να αποδείξω ότι ήμουν καλός και ότι δεν πλήρωναν άσκοπα. Ήθελα να τους βγάλω ασπροπρόσωπους».
Ποιες ήταν οι δυσκολίες; «Οι δυσκολίες ήταν τεράστιες. Κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι εύκολο να φτάσεις στην κορυφή. Καθόλου δεν είναι, γιατί όλοι οι πρωταθλητές, περνάνε από πάρα πολλά εμπόδια για να συνηθίσουν αυτή την πίεση. Όταν γίνει συνήθεια, τότε τα πράγματα οδεύουν προς το καλύτερο, γιατί αποκτάς την εμπειρία του εξωτερικού. Ο καθρέφτης είναι το παιχνίδι αλλά το να είσαι 100% έτοιμος οφείλεται στην προπόνηση, στο σεβασμό που πρέπει να τρέφεις στην προσωπικότητά σου. Στη Μέλσουνγκεν έμεινα έξι χρόνια. Είναι πολύ δύσκολο να μείνει τόσα χρόνια ένας αθλητής, καθώς έχει να κάνει με τον χαρακτήρα, τον άνθρωπο».
Προτάσεις από άλλες ομάδες είχατε όταν ήσασταν στο εξωτερικό; «Ναι είχα. Στη μεγαλύτερη ομάδα που έπεσε το όνομά μου στο τραπέζι ήταν στην ομάδα του Κίελο, στην οποία ήμουν δεύτερη, τρίτη επιλογή όταν είχα βγει πρώτος σκόρερ, αλλά επέλεξαν έναν Γερμανό που ήταν δικό τους παιδί. Όμως μόνο που είσαι στις επιλογές μιας εκ των καλύτερων ομάδων, είναι πάρα πολύ σημαντικό για εμένα.
Επιστρέψατε στην Ελλάδα και την ΑΕΚ η οποία είχε φιλόδοξο πρότζεκτ. Τι συνέβη με τον επενδυτή; «Η αλήθεια είναι ότι τελικά αυτά που είπε δεν ίσχυαν. Παίζαμε απλήρωτοι για πάνω από μισό χρόνο και υπηρετήσαμε την ομάδα της ΑΕΚ με τον καλύτερο τρόπο. Τα εύσημα ανήκουν στους παίκτες, διότι ο κόσμος μας αγκάλιαζε, μας έδινε αγάπη, όπου παίζαμε έδινε βροντερό παρών και είπαμε ότι δεν μας ενδιαφέρουν τα χρήματα, αλλά να τελειώσουμε το πρωτάθλημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να ανταμείψουμε τον κόσμο. Ήταν ένα άστρο που δεν φωτίστηκε, μείναμε απογοητευμένοι από τον επενδυτή. Από τη στιγμή που δεν πλήρωναν τα σπίτια και αυτά που είχαμε συμφωνήσει, δεν μπορούσαμε να μείνουμε και να βάζουμε και από την τσέπη μας. Αν και εγώ ήθελα να μείνω για πολλά χρόνια να φέρνω πολλές επιτυχίες στο σωματείο. Ήμουν ευχαριστημένος, με αγάπησε ο κόσμος, με πλησίασε και τους ευχαριστώ για αυτό».
Όταν γυρίσατε σας έλειπε το εξωτερικό; «Αυτό που λέω είναι ότι εμείς οι αθλητές είμαστε σαν τα γιαουρτάκια, έχουμε ημερομηνία λήξης. Δεν περιμένω να παίξω χάντμπολ μέχρι τα 40 μου στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου. Άρα ήμουν πολύ συνειδητοποιημένος στο μυαλό μου ότι αργά ή γρήγορα έπρεπε σιγά-σιγά να φτάσω στη δύση της καριέρας μου και να μου μείνουν οι καλύτερες αναμνήσεις και όλα αυτά που με τη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας έφτασα να κάνω. Και πίστεψε με είμαι πάρα πολύ γεμάτος με πολλές αναμνήσεις και πράγματα που μπορώ να δώσω».
Ήδη μοιράζεστε τις γνώσεις σας στον Αρχέλαο Κατερίνης. «Έχω την ομάδα του Αρχελάου, μετά την απώλεια του αγαπημένου μας πατέρα και προπονητή Σωκράτη Σκούφα. Δίνω τα καλύτερα παραδείγματα και περνάμε καλά. Η ομάδα είναι σε πολύ καλό επίπεδο, μαθαίνω χάντμπολ σε μικρές ηλικίες μαζί με τον Βασίλη Κοσμίδη που είναι πολύ μεγάλο όνομα του Αρχελάου».
Άλλη, μεγαλύτερη ομάδα θα θέλατε να προπονείτε; «Όχι δεν είναι ο στόχος μου. Αν ήθελα να ανήκω μόνο στο χάντμπολ θα το είχα κάνει ήδη και θα είχα και ομάδα ή θα μπορούσα να έχω μείνει στο εξωτερικό να κάνω αυτό το πράγμα, άλλα λόγω των υποχρεώσεων μου δεν προλαβαίνω. Όμως επειδή η αγάπη μου για το χάντμπολ πάντα θα υπάρχει, πάντα θα βοηθάω όποιον θέλει τη βοήθειά μου. Τώρα έχω τον Αρχέλαο, δουλεύω αφιλοκερδώς, ώστε να συνδράμω, να ανέβει στα σαλόνια της πρώτης κατηγορίας και να έρχεται ο κόσμος να θαυμάζει τα παιδιά».
Ούτε σε κάποιο πόστο της Εθνικής ομάδας; «Είμαι τεχνικός σύμβουλος ενόψει του Παγκοσμίου των Εφήβων του 2021. Εκτός από αυτό, δεν είναι στόχος μου κάποιο άλλο πόστο. Προς το παρών δεν έχω τέτοιες βλέψεις».
Ποια είναι η μεγαλύτερη στιγμή που σας έχει χαρίσει το χάντμπολ; «Η υπέρτατη τιμή ήταν η κλήση μου στη Μικρή Κόσμου. Ελάχιστα ονόματα Ελλήνων αθλητών έχουν αγωνιστεί εκεί».
Το σπουδαιότερο πράγμα που σας έχει μάθει το χάντμπολ; «Να έχω αρχές, να σέβομαι και να είμαι σε πρόγραμμα, γιατί ο αθλητισμός σε μαθαίνει από μικρός να είσαι σε πρόγραμμα και σε ωριμάζει πιο γρήγορα».
Μπορείτε να μοιραστείτε μια σημαντική σας ιστορία; «Θα σου πω το πώς άρχισα στην Ελβετία που στο πρώτο παιχνίδι από το πολύ άγχος πήγα να κάνω άλμα στον αιφνιδιασμό και έπεσα κάτω, γιατί δεν μπόρεσα να αντέξω την πίεση του κόσμου και της ομάδας. Αμέσως πήγα στο ξενοδοχείο στο δωμάτιό μου, κατέβασα τα μούτρα, κοιτούσα στον καθρέφτη το πρόσωπό μου και έλεγα ότι φοβάσαι. Τα έβαλα με τον εαυτό μου, νευρίασα. Όταν μιλάω για την καριέρα μου πρώτα πρέπει να πω πώς φτάνει ένας αθλητής στην κορυφή και πως πρέπει να περάσει από όλα τα στάδια της πίεσης, δηλαδή ότι δεν είμαι καλός παίκτης, τι δουλειά έχω εδώ, δεν μπορώ να τρέξω. Την επόμενη μέρα πήγα στον προπονητή και του είπα ότι δεν θέλω να με πληρώσετε μέχρι να αποδείξω ότι είμαι καλός παίκτης και με αγκάλιασε και μου απάντησε: «μη στεναχωριέσαι, ξέρουμε τι παίκτη πήραμε, απλά θέλεις λίγο χρόνο όπως όλοι οι παίκτες». Και τα αποτελέσματα φάνηκαν, πήραμε και πρωτάθλημα και κύπελλο».
Ποια παιχνίδια ήταν ξεχωριστά; «Το παιχνίδι με την Αίγυπτο στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν πολύ καθοριστικό για την εξασφάλιση του μέλλοντός μας, δηλαδή να μπούμε σε μια δημόσια υπηρεσία, να πάρουμε ΠΡΟΠΟ, να έχουμε μια δουλειά για το μέλλον. Πολλά παιδιά ασχολούνταν με το χάντμπολ και το αγαπούσαν, αλλά παράλληλα έκαναν κάτι άλλο και σταματούσαν το άθλημα, γιατί δεν είχαν οικονομικούς πόρους. Και το δεύτερο παιχνίδι που θα το θυμάμαι ήταν όταν αγωνιζόμουν στη Μέλσουνγκεν και παίζαμε με το Κίελο, το οποίο ήταν αήττητο στην έδρα του για δύο χρόνια και τους κερδίσαμε εμείς».
Για να υπάρξει επένδυση σε ένα άθλημα πρέπει να υπάρξουν και επιτυχίες κυρίως μέσω της Εθνικής και εσείς το καταφέρατε. Πιστεύετε ότι αξιοποιήθηκαν; «Ήμασταν μία φουρνιά με πάρα πολύ καλούς παίκτες που ήταν ένα μεγάλο μυστικό της επιτυχίας και μαζί με την προπόνηση των ανθρώπων της Εθνικής και όλων των σωματείων, είχε ως αποτέλεσμα να έρθουν οι μεγάλες επιτυχίες. Από κει και πέρα δεν είμαι εγώ αυτός που θα κρίνω αν αξιοποιήθηκαν στο μέγιστο, γιατί μπορεί και αυτοί οι άνθρωποι να μην είχαν την ανάλογη εμπειρία και τεχνογνωσία που έχει π.χ. η ομοσπονδία της Γερμανίας. Δηλαδή ήρθε ένα βάρος επιτυχίας που δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν. Μπορεί να ήταν συγκυρία που δεν μεγάλωνε το πρωτάθλημα του χάντμπολ και είχε μεγάλη άνθηση το μπάσκετ, το ποδόσφαιρο το βόλεϊ. Είναι πολλά που παίζουν ρόλο και όλα αυτά πηγαίνουν αλυσίδα».
Ήταν η πιο μεγάλη χαμένη ευκαιρία το παιχνίδι με την Τσεχία το 2005; «Ήταν ο μεγαλύτερος πόνος, το μεγαλύτερο χτύπημα στην καρδιά μας. Είχαμε κερδίσει τους χρυσούς Ολυμπιονίκες Ρώσους, τους Παγκόσμιους Πρωταθλητές Γάλλους και στο παιχνίδι με την Τσεχία εκείνοι ήταν αδιάφοροι. Χάσαμε το παιχνίδι γιατί δεν είχαμε την ανάλογη εμπειρία και είχε έρθει πολύ μεγάλη πίεση, καθώς αν κερδίζαμε θα πηγαίναμε ημιτελικό κόσμου. Ποιοι; Οι Έλληνες. Εκεί θεωρώ ότι χάθηκε το παιχνίδι».
Καταφέρατε όμως σπουδαία πράγματα. «Το τουρνουά του παγκοσμίου ήταν ασύλληπτο για εμάς. Φαντάσου οι Έλληνες να φέρνουν ισοπαλία με την Τυνησία με 17.500 φιλάθλους στο γήπεδο μέσα στο σπίτι τους και να πέφτει τόσο ξύλο. Κερδίσαμε Ρώσους, Γάλλους δεν είχαμε πίεση, θέλαμε να κάνουμε μια καλή εμφάνιση ώστε να γινόμαστε ακόμη καλύτεροι, ως ομάδα. Εφόσον δεν είχαμε την πίεση έρχονταν και τα αποτελέσματα. Μόλις όμως ήρθε η πίεση και με μία ομάδα έμπειρη, όπως οι Τσέχοι ήταν σαν να τελείωσαν και οι δυνάμεις μας».
Βλέπετε αν υπάρχει ή αν θα υπάρξει πάλι τέτοια φουρνιά αθλητών ώστε να ξαναβρεθούμε σε τέτοιες διοργανώσεις; «Θέλει πολλή υπομονή, πολλή δουλειά, πολλή πειθαρχία, επαγγελματική προσήλωση και στόχο των παιδιών. Αυτό δεν το ξέρει κανένας αν μπορούμε ή δεν μπορούμε. Θα φανεί στη διάρκεια των χρόνων. Εξαρτάται από τα παιδιά. Είναι άλλο να δίνω το 100% του εαυτού μου, την ψυχή μου, να ξέρω ότι είναι παιχνίδι ζωής ή θανάτου και να το βλέπω όλο έτσι και άλλο να πω ότι εντάξει άμα χάσω δεν πειράζει. Για μένα το 30%-40% έχει να κάνει με το μυαλό. Δηλαδή αν μιλήσεις στον αθλητή, του βάλεις αυτά που πρέπει στο μυαλό και του τα κλειδώσεις, γίνεται αυτόματα καλύτερος από αυτό που είναι ήδη. Άλλο να παίξω άμυνα με την καρδιά μου, που θα πω ότι δεν περνάει τίποτα και άλλο να πω εντάξει μωρέ με πέρασε. Δεν είναι έτσι, δεν σε περνάει για κανένα λόγο, είναι στόχος. Στο λέω με βάση την εμπειρία μου, που έλεγα π.χ. για τον Μέσι όταν τον παίζω αντιμέτωπο δεν θα τον αφήσω, ούτε να φύγει αιφνιδιασμό, ούτε να περάσει και γινόταν μετά από κάποιο καιρό».