Μια από τις πιο εμβληματικές μορφές τερματοφυλάκων της «Ένωσης» μίλησε για όλους και για όλα σε μια εκτενή συνέντευξη με τεράστιο ενδιαφέρον!
Αναλυτικά όσα είπε ο Ηλίας Ατματσίδης στο «athletestories.gr»:
«Εγώ μιλάω ακόμα και τώρα ποντιακά.
Οι παππούδες μου ήταν διωγμένοι από την Τουρκία από το σπίτι τους στο Άτα Παζάρ, κοντά στην Τραπεζούντα. Από εκεί έφυγαν κυνηγημένοι.
Τον παππού μου και τη γιαγιά μου τους έζησα, τους πρόλαβα.
Τον παππού μου, Ηλία τον έλεγαν, είχε χάσει το πόδι του στα δύσκολα, από μόλυνση, αλλά ήταν δύο μέτρα παλλήκαρος, τον πρόλαβα, τον θυμάμαι και την γιαγιά μου, την Δέσποινα, την πρόλαβα.
Στο σπίτι μου μιλούσαμε ποντιακά, όχι πού και πού, μόνο ποντιακά μιλούσαμε.
Στο χωριό μου άμα πάει κανείς και δεν έχει… ποντιακό διαβατήριο, δεν μπορεί, δεν καταλαβαίνει, λένε.
Παρόλο που είχα και άλλες προτάσεις, επέλεγα πάντα να έχω τον «Δικέφαλο» στο στήθος.
Με έχει πλάσει, με έχει επηρεάσει βαθιά η ποντιακή μου καταγωγή, κάτι που συμβαίνει, όταν προέρχεσαι από προγόνους που διώχτηκαν και κυνηγήθηκαν και πολεμήθηκαν.
Αυτό αποτελεί σήμα κατατεθέν για εμάς και γι’ αυτό είμαστε δοσμένοι και παθιασμένοι με την ομάδα αλλά και γενικά με το ποντιακό στοιχείο.
Με τον Πρόεδρο της ΑΕΚ, τον Δημήτρη Μελισσανίδη, ο οποίος έχει και αυτός ποντιακές ρίζες, δεν μας έχει δοθεί η δυνατότητα να μιλήσουμε για τον Πόντο.
Έχει πολλές υποχρεώσεις και δουλειές και δεν έχουμε τα περιθώρια να μιλήσουμε για την κοινή καταγωγή μας, δεν μπορούμε να πούμε και πολλά πράγματα.
Μόνο αν είναι σε χαλαρή φάση, θα μπορούσαμε να ανταλλάξουμε κάποιες… ποντιακές κουβέντες, αλλά ο χρόνος του είναι αρκετά περιορισμένος και είναι κατανοητό.
Αναμφισβήτητα όμως δείχνει πολύ μεγάλη ευαισθησία και ενδιαφέρον για το ποντιακό στοιχείο.
Προσωπικά, διαβάζω ιστορία, γιατί είναι πολύ σημαντικό για εμάς τους Έλληνες να γνωρίζουμε από πού καταγόμαστε, από πού είναι οι ρίζες μας, αλλιώς, αν δεν ξέρεις την ιστορία σου, δεν μπορείς να προχωρήσεις μπροστά στη ζωή σου.
Νιώθω περηφάνεια και δέος για τις μεγάλες μορφές του παρελθόντος που μας σφράγισαν, για τον Μέγα Αλέξανδρο, για τον πολιτισμό στην Κλασική περίοδο και τον «Χρυσό αιώνα», για τους ήρωες της Επανάστασης.
Δεν είμαι ευγνώμων και χαρούμενος γι’ αυτούς που έχουν τα ηνία της χώρας όλα τα τελευταία χρόνια.
Και αυτό δεν είναι θέμα πολιτικής, εγώ δεν κάνω πολιτική, αλλά σίγουρα οι μορφές του παρελθόντος και οι παλιοί ήρωες είναι εκείνοι που με κάνουν υπερήφανο.
Μακάρι να υπήρχε κάποιος από αυτούς που έδωσαν το αίμα τους και την ζωή τους για εμάς, να υπήρχαν κάποιοι τέτοιοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να κυβερνήσουν τον τόπο σήμερα.
Μπορεί να υπάρχουν και τώρα κάποιοι “ήρωες”, αλλά, επειδή είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, δυστυχώς χάνονται μέσα στους υπολοίπους και δεν τους αφήνουν να μπουν μπροστά.
Ο τελευταίος άνθρωπος που θυμάμαι να με εμπνέει είναι ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος.
Ο τρόπος που μιλούσε, ο τρόπος που απευθυνόταν στον κόσμο με ενέπνεε.
Δεν τον είχα γνωρίσει προσωπικά, αλλά ήταν ο τελευταίος που οι τοποθετήσεις του με επηρέαζαν με θετικό τρόπο.
Και αυτά που έλεγε τότε δυστυχώς τα βιώνουμε τώρα.
Αυτό που λείπει βασικά απ’ τη χώρα μας είναι η ειλικρίνεια, αυτό είναι που με εκνευρίζει αφάνταστα.
Και δεν δίνουμε, δεν δείχνουμε αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας, αυτό είναι που με ενοχλεί.
Αλλά είμαι περήφανος για την Ελλάδα και είμαι ευλογημένος που είμαι Έλληνας. άλλο το ένα, άλλο το άλλο.
Και θεωρώ ότι έχουμε την πιο όμορφη χώρα στον κόσμο, ήλιο, θάλασσα, βουνό, έχουμε τα πάντα, όπως πουθενά αλλού.
Δεν υπάρχει αυτό που έγινε μετά το 1995, το 1996, με τις «παράγκες» και με τις «βίλες πολυτελείας», αυτά τα γνωρίζουμε όλοι, αλλά και πάλι υπάρχουν κάποιοι που κινούν τα νήματα και προσπαθούν ακόμα και το VAR να το “τρελάνουν”.
Σκέφτομαι ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια απ’ όταν έκανα εκείνη τη δήλωση ότι «ήρωες ήταν ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας κι όχι εμείς που παίζουμε ποδόσφαιρο και κάνουμε απλώς τη δουλειά μας».
Ήταν το 1997, μετά από ένα νικηφόρο παιχνίδι κόντρα στον Ολυμπιακό, όπου είχα κατεβάσει ρολά και μου έκανε κάποιος δημοσιογράφος την ερώτηση αν νιώθω ήρωας.
Εγώ είπα αυτό που έχουμε στο μυαλό μας όχι μόνο εγώ αλλά και όλοι οι Έλληνες, οι οποίοι πρέπει να αισθανόμαστε έτσι.
Και έχουμε καλύτερη κι ελεύθερη ζωή απ’ όταν ήμασταν σκλαβωμένοι από τον εχθρό.
Τα παιδιά μου την ξέρουν αυτήν την δήλωσή μου, αλλά μαθαίνουν από μόνα τους, δεν χρειάζεται εγώ να πω κάτι από αυτά που έκανα στη ζωή μου, δεν μου αρέσει ποτέ να μιλάω εγώ για τον εαυτό μου.
Και σ’ αυτό το κομμάτι, συνήθως οι γυναίκες, οι μητέρες έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης.
Εκείνες τις δηλώσεις μου πάντως τις έχω δει άπειρες φορές, γιατί ήταν και το παιχνίδι πολύ σημαντικό, το κερδίσαμε και εγώ είχα πολύ καλή απόδοση.
Αναμφισβήτητα αυτές οι δηλώσεις ήταν κάτι πολύ βαθιά χαραγμένο μέσα στην μνήμη μου και είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Και είναι κάτι που συχνά-πυκνά μου “βγαίνει” και στο διαδίκτυο ως βίντεο και το παρακολουθώ, και τις φάσεις αλλά και αυτά που είπα.
Πάντως ήταν πολύ αυθόρμητο και πολύ αληθινό.»