Μεγαλη συνέντευξη παραχώρησε στο SDNA ο πρώην αμυντικός της ΑΕΚ Άρης Σοϊλέδης.
Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε από το πέρασμα του στην ΑΕΚ όταν η ομάδα αγωνιζόταν στην Β’εθνική, το κύπελλο που κατέκτησε με την ομάδα αλλά και το γκολ-χέρι του Χάρα στο ΟΑΚΑ στον ημιτελικό κυπέλλου.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
Τρία χρόνια στο εξωτερικό. Πώς ήταν η εμπειρία της Ρουμανίας;
«Τρομερή εμπειρία, δεν έφυγα όμως και με τους καλύτερους οιωνούς. Πήγα αρχικά σε μία ουσιαστικά μεσαία στη βαθμολογία, στη Μποτοσάνι, με σκοπό να κάνω μία καλή χρονιά και να πάρω μία μεταγραφή σε μεγαλύτερη ομάδα. Είχα μία πολύ καλή σεζόν κι έτσι πήγα στη Στεάουα. Τεράστιο κλαμπ. Σαν να λέμε ο… Ολυμπιακός της Ελλάδας. Η ομάδα με τους περισσότερους τίτλους και τους περισσότερους οπαδούς στη Ρουμανία. Τεράστια ομάδα, οργάνωση φανταστική, απίστευτες εγκαταστάσεις. Είχαμε τα πάντα ανά πάσα στιγμή. Τα χρήματα ήταν πάρα πολύ καλά με τα σημερινά δεδομένα. Μιλάμε για μία ομάδα που στο παρελθόν έχει κατακτήσει και το Κύπελλο Πρωταθλητριών, τεράστιο κλαμπ».
Το οποίο σημαίνει πίεση κι απαιτήσεις έτσι;
«Φυσικά και με πίεση και με απαιτήσεις. Βέβαια όταν λέμε πίεση στο εξωτερικό, για να μη μπερδευόμαστε, δεν είναι σαν την πίεση της Ελλάδας. Δεν είναι ότι χάνεις ένα παιχνίδι κι έρχονται οι φίλαθλοι στο γήπεδο να σε δείρουν ή σε βρίζουν. Όταν λέμε πίεση εννοούμε στο να κρατήσεις το επίπεδό σου υψηλό ώστε να είσαι πάντα στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας και να παίζεις το ποδόσφαιρο που ζητάει η ομάδα, ο προπονητής και ο πρόεδρος. Δεν μιλάμε για τα ελληνικά δεδομένα που χάνεις τρία παιχνίδια και σου σπάνε το αυτοκίνητο. Εμείς ποτέ στα δύο χρόνια που ήμουν στη Στεάουα, ακόμα κι αν η ομάδα έχανε κάποια παιχνίδια μαζεμένα, ποτέ δεν το ζήσαμε να έρθουν οπαδοί στην προπόνηση και να μας βρίζουν και τα γνωστά που ζούμε εδώ. Το μόνο που είχε γίνει αν θυμάμαι καλά, μετά από παιχνίδι που χάσαμε από μία μικρή ομάδα θεωρητικά, να φωνάζουν “βγάλτε τις φανέλες”. Αυτό ήταν το πιο βαρύ που έζησα στα τρία χρόνια στη Ρουμανία».
Δύο χρόνια συνύπαρξης με έναν από τους πιο ιδιόρρυθμους προέδρους στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Τον περίφημο Τζίτζι Μπεκάλι…
«Στη Ρουμανία τον ξέρουν όλοι, είτε ασχολείσαι με το ποδόσφαιρο, είτε όχι. Ένας άνθρωπος που έχει πάρα πολλά λεφτά. Έχει κυρίως ακίνητα σε όλη τη Ρουμανία, το μισό Βουκουρέστι δεν ξέρω αν είναι δικό του. Κάτι τέτοιο ακούγεται. Βάζει πολλά λεφτά στην ομάδα και βοηθάει πάρα πολύ κόσμο. Χτίζει εκκλησίες, στη Ρουμανία αυτή τη στιγμή χτίζονται τρεις απ’ αυτόν. Χτίζει επίσης εκκλησίες στο Άγιο Όρος. Είναι τρελαμένος με το Άγιο Όρος, πηγαίνει μία φορά τον μήνα σίγουρα απ’ όσο ξέρω. Χτίζει ακόμα μία τώρα στη Νότια Αφρική. Έχει και μία στο προπονητικό μας κέντρο. Έρχονταν κατά καιρούς κάποιοι ιερείς για να προσεύχονται για την ομάδα! Είναι πάρα πολύ πιστός, βοηθάει νοσοκομεία, ανθρώπους που δεν έχουν κάπου να μείνουν, τους δίνει σπίτια. Μιλάμε για τέτοιο άνθρωπο. Δεν είναι κακός ή εγκληματίας. Είναι κάποιος που έχει πολλά λεφτά και βοηθάει πολύ κόσμο. Αλλά όσον αφορά την ομάδα, όταν δεν πηγαίνει καλά, είναι κάπως… περίεργα τα πράγματα. Βγαίνει στην τηλεόραση μετά το παιχνίδι, “κράζει” τους παίκτες, λέει αυτός δεν κάνει. Αν στο επόμενο είσαι καλός, το γυρίζει και λέει “αυτός είναι ο καλύτερός μου παίκτης”. Είναι κάπως έτσι η κατάσταση.
Μετά από παιχνίδια που χάναμε ερχόταν στην προπόνηση κι έκανε αναπαράσταση στα αποδυτήρια τα λάθη που κάναμε. Ο τερματοφύλακας ή κάποιος άλλος παίκτης. Και γιατί κάνεις έτσι εκείνο ή το άλλο. Αυτός είναι ο Μπεκάλι. Είχε 2-3 παίκτες που ήταν τα παιδιά του, τα “πουλέν” του στην ομάδα. Ήταν ο Τανάσε, που είναι ο αρχηγός, ο Κόμαν ήταν και ο Ντένις Μαν που πήρε μεταγραφή στην Πάρμα. Έλεγε πάντα ότι αυτοί οι τρεις είναι αστέρες της ομάδας, θα κάνουν ό,τι θέλουν και οι υπόλοιποι είστε σαν να λέμε οι “δουλευταράδες”! Δεν είστε τα ταλέντα και οι superstars, αυτοί ας κάνουν ό,τι θέλουν και οι υπόλοιποι είστε οι… εργάτες της ομάδας! Δεν είχε πάντως εκρήξεις, ποτέ δεν θα φώναζε. Με τον τρόπο του έλεγε όσα ήθελε, κυρίως με χιούμορ προσπαθούσε να το περάσει».
Πώς το παίρνατε αυτό εσείς;
«Εντάξει, εμείς γελάγαμε, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Βέβαια μιλάμε για τρεις παίκτες φανταστικούς έτσι. Αλλά δεν μπορείς να λες ότι αυτοί οι τρεις είναι οι βεντέτες της ομάδας και κάνουν ό,τι θέλουν για παιδιά που είναι 20-21 χρονών. Δεν μιλάμε για παίκτες που είναι 30 κι έχουν μία εμπειρία. Είναι σαν να έρθει κάποιος τώρα στον Ολυμπιακό ας πούμε και να πει “ακούμε όλοι τον Ανδρούτσο και δεν μιλάει κανένας”. Γίνεται να το πεις αυτό;»
Εσύ ήσουν από τις… συμπάθειες του προέδρου;
«Στην αρχή ήμουν στους αγαπημένους του, αλλά μετά τον τραυματισμό μου το περσινό καλοκαίρι άλλαξαν τα πράγματα γιατί νόμιζε πως έλεγα ψέματα ότι πονάω για να μην παίζω. Είχα χτυπήσει κάτω από το μεγάλο δάκτυλο, ήταν μία περίεργη πάθηση και κράτησε για πολύ καιρό, μου πήρε τρεις μήνες να το ξεπεράσω και μετά τους έξι που ήμουν καλά, δεν έπαιξα. Τους πρώτους δύο μήνες έμεινα με τον γιατρό και τον φυσιοθεραπευτή της ομάδας κι έβλεπα ότι αυτός ο πόνος δεν φεύγει κι έτσι αποφάσισα να κάνω μία κουβέντα, γιατί είχα κάνει οχτώ ενέσεις. Κι εκεί ξεκίνησα να γίνομαι αντιπαθητικός ας πούμε, γιατί θεωρούσαν ότι έλεγα πως δεν είναι καλό το δικό τους τιμ. Έτσι αποφασίσαμε να έρθω στην Ελλάδα για να δω έναν δικό μου γιατρό και λύσαμε το πρόβλημα. Έκανα μόλις δύο συμμετοχές την περίοδο που υπήρχαν προβλήματα στην ομάδα. Ήρθε και με παρακάλεσε ο Μπεκάλι αμέσως μετά τον τραυματισμό μου να παίξω γιατί είχαμε πολλούς παίκτες με κορωνοϊό και του είπα πως είμαι τέσσερις μήνες απροπόνητος. Έκανα ενέσεις αναισθησίας για να αντεπεξέλθω κι έτσι έπαιξα 90λεπτα με τη Λίμπερετς, στόπερ μάλιστα, άλλα τόσα μετά από τρεις ημέρες και μετά τέλος».
Με τον προπονητή δεν υπήρχαν καλές σχέσεις;
«Εντάξει, με τον προπονητή είναι λίγο περίεργα τα πράγματα εκεί. Λίγο συνεννοούνται με τον πρόεδρο για το πώς θα βγάλουν την ενδεκάδα και για τις αλλαγές, ακόμα και την ώρα του αγώνα! Δεν ξέρω πώς ακριβώς γινόταν, αν του έστελνε κάποιο μήνυμα. Πάντα όμως ξέρω ότι υπήρχε συνεννόηση για το ποιος θα βγει, το καταλαβαίνεις αυτό μέσα στην ομάδα».
Τι σου άφησε το πέρασμά σου από τον Ολυμπιακό;
«Φανταστικές εμπειρίες, μεγάλες βάσεις για τη συνέχεια της καριέρας μου. Πήρα πολλά μαθήματα από εκείνους τους παίκτες, προπονητές μεγάλου βεληνεκούς, όπως ο Βαλβέρδε, ο Λίνεν, ο Κετσπάγια. Ο Κετσπάγια μάλιστα με έβαζε και βασικό, μου είχε πει ότι όλα τα στημένα θα τα χτυπάς εσύ, εκείνο το καλοκαίρι στην Ολλανδία είχα δώσει έξι ασίστ στην προετοιμασία. Ο Βαλβέρδε ήταν σίγουρα ο καλύτερος προπονητής που είχα ποτέ και το απέδειξε και η μετέπειτα πορεία του. Μεγάλη σχολή, πίεση ψηλά, κατοχή μπάλας, πρέσινγκ, πνίξιμο στον αντίπαλο. Η μπάλα πάντα χαμηλά, βρεγμένο γήπεδο και γρήγορο ποδόσφαιρο».
Μία ιστορία που σου έχει μείνει από τότε;
«Θυμάμαι τότε ήμουν στη δεύτερη ομάδα, καλοκαίρι στην προετοιμασία και ήταν η μέρα που είχε γίνει το σκηνικό με τον Λέτο και τον Βαλβέρδε. Που πέταξε μία μπάλα ο Λέτο και δεν ξέρω αν καταλάθος πήγε στον Βαλβέρδε, έτσι πάντως είχα μάθει εγώ, κάπου βρήκε και πήγε πάνω του. Τότε είπε ο Βαλβέρδε “διώξτε τον και φέρτε τον Σοϊλέδη από τη β’ ομάδα”. Τότε έπαιζα χαφ εγώ. Ο Βαλβέρδε με είχε πιστέψει θεωρώ, μας βοήθησε πάρα πολύ όλους τους νεαρούς, μας μιλούσε συνεχώς, μας καθοδηγούσε».
Όσο για τη συνέχεια σε Δόξα, Νίκη…
«Ήταν φυσιολογικό βέβαια να μη μπορέσω να βρω χώρο. Ακολούθησε η Δόξα Δράμας για δύο χρόνια, μετά η Νίκη Βόλου. Εκεί νομίζω έκανα εξαιρετική χρονιά, ανεβάσαμε την ομάδα μετά από 50 χρόνια, ήταν απίστευτα αυτά που ζήσαμε. 12.000 κόσμος στους δρόμους να πανηγυρίζουν, ηλικιωμένους να μας φιλάνε τα πόδια, δεν τα πίστευα όσα έβλεπα. Ήμασταν μέσα στο λεωφορείο και φιλούσαν τις ρόδες, λέγοντας “αύριο να πεθάνω δεν με νοιάζει με αυτό που κάνατε”! Εκείνη η χρονιά ήταν που με επανέφερε σε μία μεγάλη ομάδα, όπως η ΑΕΚ».
Τι σου αφήνει το πέρασμά σου από την ΑΕΚ;
«Ήταν στη Β’ Εθνική η πρώτη χρονιά, αλλά προφανώς και δεν το σκέφτηκα καθόλου αυτό, ήξερα ότι η ομάδα θα ανέβει, οπότε είπα ότι είναι μία καλή ευκαιρία. Με τον Δέλλα προπονητή, ανεβήκαμε κατευθείαν στην Α’. Κάναμε εκείνη την πολύ καλή χρονιά, όταν αποκλειστήκαμε στο Κύπελλο με το χέρι του Χάρα. 0-0 στο 88′, αυτό το χέρι το βλέπω ακόμα στον ύπνο μου. Έπαιζα βασικός σε εκείνο το παιχνίδι. Μετά από τρομερό πρώτο παιχνίδι, 1-1 με γκολ του Αραβίδη από δική μου ασίστ. Χάνουμε πρώτα δύο μεγάλες ευκαιρίες, με 0-0 περνούσαμε και γίνεται στο τέλος αυτή η φάση. Κάνει τη σέντρα ο Αφελάι, κεφαλιά-πάσα ο Φορτούνης, πηδάω εγώ και περνάει η μπάλα κάτω από τα πόδια μου και μπαίνει το γκολ με αυτό το χέρι του Χάρα. Παγώνουν 80.000 κόσμος και μένουμε όλοι με το στόμα ανοικτό. Τι σκηνή… Ήταν η χειρότερη σκηνή που έχω ζήσει στην καριέρα μου. Αυτή την εικόνα δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Αν περνούσαμε από εκεί, πολύ πιθανό να παίρναμε το Κύπελλο, στον τελικό με την Ξάνθη. Αν δεις την εικόνα από την τηλεόραση, δεν φαίνεται το χέρι. Εμείς όμως επειδή ήμασταν μπροστά, το είδαμε. Τη βρήκε με τον δικέφαλο του χεριού, το είδα. Δεν είχαμε όμως τότε το VAR. Ορμήξαμε στον διαιτητή, στον βοηθό, αλλά η απόφαση δεν άλλαξε και τότε παγώσαμε. Το έβλεπα ένα μήνα εφιάλτη στον ύπνο μου!».
Αυτό που δεν πήρατε εκείνη τη χρονιά όμως, το πήρατε την επόμενη. Για σένα ήταν ο έκτος τίτλος…
«Εντάξει, εκείνο το Κύπελλο δεν συγκρίνεται με τους προηγούμενους τίτλους. Όταν μία ομάδα περνάει όσα είχε περάσει και φτάνει ξανά μετά από χρόνια στους τίτλους, είναι κάτι άλλο. Ειδικά όταν έχεις κι εσύ συμμετοχή σε όλο αυτό, όπως είχα εγώ. Ήταν γενικά μία φανταστική χρονιά. Τότε πίστεψα ότι θα πάω και στην Εθνική ομάδα. Το είδαμε όμως όλοι σαν τη μεγάλη ευκαιρία μας. Δεν θεωρούσαμε πως υστερούσαμε του Ολυμπιακού. Ήταν κάτι πολύ σημαντικό για την ομάδα, με την πρώτη χρονιά στην Α’ Εθνική μετά την περιπέτεια που πέρασε, να μπει σε ρυθμό τίτλων, να χτίζει ξανά μέταλλο πρωταθλητή και να επιστρέψει εκεί που έπρεπε. Το ζητούσαν όλοι, ο πρόεδρος, ο κόσμος. Ήμασταν όλοι πολύ ενωμένοι και γι’ αυτό το πετύχαμε».
Πώς έζησες τον Δημήτρη Μελισσανίδη ως “αφεντικό” στην ΑΕΚ;
«Πολύ δεμένος συναισθηματικά με την ομάδα. Πολύ υποστηρικτικός. Άνθρωπος ο οποίος βάζει λεφτά στην ομάδα, φέρνει παίκτες. Μετά την περιπέτεια που πέρασε η ΑΕΚ, ήταν δίπλα της και τη βοήθησε. Πολύ σημαντικός άνθρωπος για τον σύλλογο. Ήταν πάντα πολύ κοντά μας, ερχόταν, μας μιλούσε και στις καλές και στις κακές στιγμές. Παράγοντας που πονάει την ομάδα κι όταν βλέπεις πόσο νοιάζεται, το παίρνει κι ο παίκτης διαφορετικά».
Για ποιο λόγο δεν έμεινες και τον τρίτο χρόνο του συμβολαίου σου στην ΑΕΚ; Εκείνη την εποχή είχε κυκλοφορήσει πως δεν ήσουν στα πλάνα του Κετσπάγια, ο οποίος είχε μόλις αναλάβει…
«Όταν ήρθε ο Κετσπάγια, ενημερώθηκα ότι δεν ήμουν στα πλάνα του κι έτσι έβαλα κάτω τις προτάσεις που είχα κι έφυγα. Ήξερα βέβαια ότι δεν ήταν απόφαση του Κετσπάγια, θεωρούσα ότι ήταν απόφαση του Μπάγεβιτς. Αυτό πιστεύω. Τηλεφωνικά είχα ενημερωθεί από τον ίδιο (σ.σ. τον Μπάγεβιτς). Μετά όμως με κάποιο συνεργάτη του Κετσπάγια που είχα μιλήσει, μου είπε ότι δεν ήταν δική του απόφαση, χωρίς όμως να μου κατονομάσει από ποιον».
Έχεις πει στο παρελθόν ότι έμαθες να μην εμπιστεύεσαι ανθρώπους στο ποδόσφαιρο. Κάτι θα έχει γίνει προφανώς…
«Γενικότερα, υπάρχουν πολλά περιστατικά. Από μάνατζερ που μπορεί να σε έχουν στο περίμενε για τους δικούς τους λόγους. Είχε υπάρχει και μία συμφωνία με τον ΑΠΟΕΛ που δεν τηρήθηκε ποτέ. Είχαμε δώσει τα χέρια με τον πρόεδρο, τον Πρόδρομο Πετρίδη, είχαμε κάνει ραντεβού και συμφωνήσαμε σε όλα. Στα χρήματα, στα πάντα. Αυτό έγινε μετά τον πρώτο χρόνο στην Ομόνοια. Δεν θεωρώ όμως ότι τους είχα “πουλήσει”. Όταν έχεις μία πρόταση να πάρεις τα τριπλά λεφτά και να παίξεις στο Τσάμπιονς Λιγκ που δεν είχα αγωνιστεί ποτέ και να είσαι σε τόσο υψηλό επίπεδο, δεν μπορείς να αρνηθείς. Εμπιστεύτηκα έναν άνθρωπο όμως ο οποίος δεν τήρησε τον λόγο του. Όταν ήρθε ο μάνατζερ μου στην Κύπρο να μιλήσει, είπε πως δεν γίνεται να προχωρήσει. Ενδιάμεσα όμως είχα ζητήσει να φύγω από την Ομόνοια και τελικά έμεινα χωρίς ομάδα λίγες μέρες πριν το κλείσιμο των μεταγραφών. Μέχρι που με πήρε ο Ελευθερόπουλος για να πάω στην Κέρκυρα».
Σε οικονομικό επίπεδο, ήταν καλύτερα τα πράγματα στην Κύπρο, σε σχέση με την Ελλάδα; Ή στη Ρουμανία που ήσουν τώρα;
«Το συμβόλαιο που πήρα στην Ομόνοια, ναι, ήταν μεγαλύτερο από αυτό που είχα στην ΑΕΚ. Οι μεγάλες ομάδες έχουν χρήματα και δίνουν σε γενικές γραμμές καλά λεφτά. Έτσι, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επρόκειτο για μία μεγάλη ομάδα με πολύ κόσμο, αποφάσισα να πάω εκεί. Στη Ρουμανία τα συμβόλαια που δίνουν ο Ολυμπιακός, ο ΠΑΟΚ ή η ΑΕΚ δεν υπάρχουν στις μεγάλες ομάδες. Για παράδειγμα το μεγαλύτερο συμβόλαιο νομίζω πως υπάρχει στην Κλουζ και πρέπει να το έχει ο Κιπτσίου, γύρω στις 300-400 χιλ. ευρώ μάξιμουμ. Σε εμάς ήταν πιο χαμηλά, περίπου στις 250 χιλ. ευρώ το υψηλότερο».
Κεφάλαιο Εθνική ομάδα. Απωθημένο;
«Θεωρητικά ήμουν άτυχος, γιατί ενώ για χρόνια είχαμε έλλειψη σε αριστερά μπακ στην Εθνική, από τότε άρχισαν να βγαίνουν ξανά. Τότε είχαμε Σταφυλίδη με Χολέμπας, οπότε καταλαβαίνεις ότι ήταν πολύ δύσκολο. Τώρα έχουμε τον Τσιμίκα που είναι στη Λίβερπουλ, τον Γιαννούλη στη Νόριτς, τον Κυριακόπουλο στη Σασουόλο. Άποψή μου είναι βέβαια ότι και δεξιά μπακ έχουμε, αλλά επειδή είμαστε Έλληνες πάντα αν κάποιος δεν παίξει καλά 1-2 παιχνίδια, θέλουμε αλλαγή. Θεωρώ για παράδειγμα ότι ο Μπακάκης είναι πολύ καλός παίκτης για να παίζει στην Εθνική ομάδα και το αξίζει. Είναι 4-5 χρόνια βασικός στην ΑΕΚ, πώς γίνεται να λέμε ότι δεν έχουμε δεξί μπακ; Επειδή μπορεί να έκανε 1-2 κακά παιχνίδια, τι σημαίνει αυτό; Ο Μιχάλης έχει δουλέψει πάρα πολύ γιατί ήμασταν και συμπαίκτες και το ξέρω».
Υπήρξαν φορές που σκέφτηκες ότι θα μπορούσες κι εσύ να είσαι σε κάποια αποστολή της Εθνικής;
«Το είπα στην πρώτη χρονιά που παίξαμε Superleague με την ΑΕΚ, το είπα όταν ήμουν στην Ομόνοια γιατί είχα κάνεις επίσης καλή χρονιά και επίσης την πρώτη σεζόν στη Στεάουα. Κάναμε πολύ καλή χρονιά, έπαιζα όλα τα παιχνίδια βασικός, ήμουν σε μεγάλη ομάδα, σκέφτηκα “γιατί να μην πάω τώρα στην Εθνική;” Αλλά όταν έχεις τα αριστερά μπακ που είπαμε, μπορώ να δικαιολογήσω γιατί δεν πήγα. Θεωρώ πάντως ότι θα έπρεπε να πάω έστω σε μία κλήση, για ένα φιλικό, την πρώτη χρονιά στη Στεάουα ας πούμε».
Ποιον θεωρείς τον καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή;
«Πέτρος Μάνταλος. Μιλάμε για μαέστρο! Φανταστικός παίκτης, και στις προπονήσεις και στους αγώνες. Μιλάμε βέβαια για παίκτες που κάνουν “παιχνίδι” έτσι. Γιατί ο Σωκράτης ή ο Μανωλάς για παράδειγμα έχουν κάνει τεράστια καριέρα. Είναι πραγματικός αρχηγός για την ΑΕΚ κι αξίζει να μπει με αυτόν στο νέο της γήπεδο. Να σου πω την αλήθεια είχα σκεφτεί κι εγώ το ενδεχόμενο να έμπαινα στο νέο γήπεδο, στην “Αγια Σοφιά”, όταν έπαιζα στην ΑΕΚ. Πρόκειται πάντως για εξαιρετικό ποδοσφαιριστή και χαρακτήρα».
Αρκετοί μπαίνουν στη διαδικασία σύγκρισης με τον Φορτούνη…
«Για μένα είναι ο Μάνταλος…».
Δίνεις την αίσθηση πάντως ότι έχεις δεθεί περισσότερο με το πέρασμά σου από την ΑΕΚ σε σχέση με τον Ολυμπιακό…
«Είμαι οπαδός του Ολυμπιακού και δεν το έχω κρύψει. Αλλά την ΑΕΚ την αγάπησα. Έδωσα και πήρα πολλή αγάπη από τον κόσμο της ομάδας! Είδε ότι τα έδινα όλα και μου το ανταπέδωσε. Έζησα φανταστικές στιγμές, κατέκτησα τίτλο έχοντας ενεργό ρόλο. Είναι λογικό να έχω δεθεί περισσότερο ως ποδοσφαιριστής. Είναι ένα σημαντικό κομμάτι μου».
Υπάρχει περίπτωση να σε ξαναδούμε σύντομα στο ελληνικό πρωτάθλημα; Ενδεχομένως στην ΑΕΚ ή στον Ολυμπιακό;
«Φυσικά και θα επέστρεφα και στους δύο. Κι ο Ατρόμητος είναι μία πολύ καλή ομάδα, που παίζει στα πλέι οφ. Είχα κάποια τηλεφωνήματα από κάποιες μικρότερες ομάδες, αλλά οικονομικά ήταν πολύ μεγάλη η απόκλιση από αυτό που είχα στο μυαλό μου κι έτσι δεν προχώρησε κάτι. Οπότε περιμένω λίγες μέρες ακόμα να τα βάλω κάτω και θα αποφασίσω».
Τα τελευταία χρόνια ήταν δύσκολα για σένα σε προσωπικό επίπεδο. Πρώτα έχασες τον αδερφός σου, το καλοκαίρι του ’19, λίγους μήνες μετά και τον πατέρα σου. Πώς συνεχίζει κάποιος μετά από αυτό;
«Τρομερά δύσκολες καταστάσεις, φυσικά πολύ μεγάλη η στενοχώρια. Ευτυχώς ήταν δίπλα μου η κοπέλα μου, την Μαρία και με στήριξε σε όλα αυτά. Γιατί αλλιώς δεν νομίζω ότι θα τα κατάφερνα. Ο αδερφός μου έφυγε από καρδιακή προσβολή, εντελώς ξαφνικά. Χωρίς να έχει κάτι. Και μετά από έξι μήνες ο πατέρας μου. Μόλις έχω πάει να την πάρω από το αεροδρόμιο στο Μποτοσάνι, φτάνουμε σπίτι και προλάβω να ανοίξω την πόρτα, χτυπάει το τηλέφωνο. Με ειδοποίησε ο μεγάλος μου αδερφός. Έπαθα σοκ. Δεν άντεχα να πάω στην κηδεία, κάτσαμε στη Ρουμανία. Δεν ξέρω πώς άντεξα και δεν πήγα, αλλά δεν μπορούσα να το ζήσω αυτό. Θα ήταν χειρότερα. Το γεγονός πως δεν πήγα και δεν είχα αυτές τις εικόνες, νομίζω ότι εν τέλει μου έκανε πολύ καλό. Αν το είχα κάνει, δεν θα μπορούσα… Μετά που το έζησα με τον πατέρα μου, έπαθα σοκ. Σκέφτομαι ότι θα λείψει από τόσες σημαντικές στιγμές της ζωής μου και λέω “γιατί;”. Γιατί να μην είναι εδώ;
Μετά από ό,τι έγινε με τον αδερφό μου, ο πατέρας μου έβγαλε από τη στενοχώρια του έναν καλοήθη όγκο και πάλι που ήταν ανενεργός, ήταν στα νοσοκομεία. Και τη μέρα που βάζω το πρώτο γκολ με τη Στεάουα και πηγαίνω στην κάμερα, κάνω μία καρδιά για τον πατέρα μου και την κοπέλα μου, γιατί το αφιέρωσα και στους δύο, το βράδυ με πήρε η Μαρία και μου λέει “έφυγε ο μπαμπάς”. Εκεί έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Λέω μία χαρά παίρνεις και στα παίρνει όλα πίσω. Παίρνω τη μεταγραφή στη Στεάουα, πεθαίνει ο αδερφός μου, βάζω το πρώτο γκολ και φεύγει ο πατέρας μου… Ευτυχώς μέσω της Μαρίας και του ποδοσφαίρου, όπως κι ότι δεν ζούσα στην Ελλάδα, στη Θήβα δίπλα στους δικούς μου, με βοήθησε να μαζέψω τα κομμάτια μου πιο γρήγορα».