ΑΕΚ, ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Β.Καραγιάννης: « Τον Μπάγεβιτς τον ένιωθες σαν πατέρα σου, ήταν ΑΕΚ…»

Σε μια μακροσκελή συνέντευξη προχωρήσε ο επί χρόνια αμυντικός της Ένωσης, Βάιος Καραγιάννης.

Αποτελώντας παίκτη του Δικεφάλου για 12 σεζόν και συμπληρώνοντας σχεδόν 200 συμμετοχές, παραχώρησε συνέντευξη στην ιστοσελίδα του gazzeta.gr, μιλώντας για το όνειρο που έγινε πραγματικότητα με τη μεταγραφή του στην ΑΕΚ και τα όσα έζησε σε αυτή ανά τα χρόνια.

Αναλυτικά όλα όσα είπε ο Βάιος Καραγιάννης:

Βρισκόμαστε στο χωριό σας, στην Ιτέα. Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια εδώ;

«Εκείνα τα χρόνια ήταν πιο απλά. Δεν υπήρχαν κινητά… Παιχνίδι συνέχεια έξω, μια μπάλα θέλαμε μόνο. Ακόμα και στο σχολείο πηγαίναμε κλωτσώντας την τσάντα. Θα σας τα έχουν πει κι άλλοι… Από το πρωί μέχρι το βράδυ μπάλα, μπάλα, μπάλα. Στο σπίτι είχαμε μαλώματα για να διαβάζω, αλλά το πάθος ήταν το ποδόσφαιρο. Την αρρώστια με την ΑΕΚ μού την κόλλησε ο πατέρας μου και έτυχε αργότερα να πάω στην ομάδα που αγαπούσα από μικρός».

Το σχολείο σας άρεσε ή μόνο μπάλα;

«Καθόλου. Προτιμούσα να πάω να κόψω ξύλα από το να πάω σχολείο». (γέλια)

Οι γονείς σας τι δουλειές έκαναν;

«Αγροτικές δουλειές κυρίως. Ο πατέρας μου έκανε μεταφορές μ’ ένα φορτηγάκι. Καυσόξυλα, λίγα βαμβάκια, λίγα σιτάρια… Τέτοια πράγματα. Έχω και μια αδερφή».

Πότε καταλάβατε ότι είστε για να παίξετε μπάλα επαγγελματικά;

«Απλά μου άρεσε το ποδόσφαιρο. Ήθελα να παίζω μπάλα, τίποτα άλλο. Ξεκίνησα να παίζω εδώ στο χωριό, 14 χρονών έβγαλα δελτίο και από εκεί και πέρα πήγα στην Καρδίτσα. Στον ΑΟ Καρδίτσας. Εγώ επειδή γνώριζα κάποια παιδιά εκεί, με τα οποία παίζαμε μαζί στην Μικτή, ήθελα να πάω στον ΑΟ κι όχι στην Αναγέννηση. Η Αναγέννηση είναι πιο μεγάλη ομάδα, ήταν και πιο μεγάλη κατηγορία, αλλά εγώ ήθελα να είμαι με τα φιλαράκια μου στον ΑΟ. Στην Αναγέννηση προπονητής ήταν ο Τάκης Λουκανίδης. Με είδε κάπου έξω αργότερα και μου είπε ότι αν δεν πάω κάπου αλλού, θα ήθελε να πάω στην Αναγέννηση. Ήμουν 18 ετών, πριν πάω φαντάρος, ντροπαλός και του είπα “εντάξει κύριε Τάκη”».

Το σχολείο το τελειώσατε;

«Ναι κανονικά. Ο Τάκης ο Λουκανίδης ήταν φίλος με τον Στράτο Γιδόπουλο. Πιθανόν να του μίλησε και έτσι ήρθαν και με είδαν από την ΑΕK σε 2-3 ματς. Ούτε που ξέρω ποια ήταν αυτά, δεν έχω μάθει ακόμη. Κι έτσι από το πουθενά κατέληξα στην ΑΕΚ».

Ισχύει ότι σας ήθελε και η Λάρισα;

«Εναν χρόνο πριν είχε έρθει η Λάρισα κι ο Άρης. Από τον Άρη ήρθαν λόγω του προπονητή του, Δεμίρη. Τελικά δεν πήγα. Ερχεται η καινούργια χρονιά, λοιπόν, και μου λένε “ήρθαν από την ΑΕΚ, να πάμε να υπογράψεις”. Δεν τους πίστευα, νόμιζα ότι μου λένε ψέματα επειδή ήμουν ΑΕΚτσής. Τότε ζητούσαν χρήματα από την ομάδα της Καρδίτσας, λες και ήμουν ο Μαραντόνα… Εγώ ήθελα να φύγω, ήθελα να παίξω μπάλα. Τελικά πήγα στη Αθήνα και υπέγραψα. Εκεί γνώρισα και τον Στράτο Γιδόπουλο. Τρομακτικός».

Αυτή ήταν και η πρώτη φορά στην Αθήνα;

«Ναι».

Πώς ήταν για ένα τόσο νέο παιδί από την επαρχία να είναι στην πρωτεύουσα;

«Η χειρότερή μου μέρα ήταν η πρώτη, στα αποδυτήρια. Ήταν το ξεκίνημα της προετοιμασίας, άνοιξα την πόρτα και βλέπω όλους αυτούς που είχα ινδάλματα. Μου ήρθε να ανοίξω την πόρτα και να φύγω. Κάποια στιγμή είπα από μέσα μου: “Τι δουλειά έχω εγώ εδώ μέσα;”».

Ήταν κι ένα περίεργο καλοκαίρι για την ΑΕΚ γιατί δεν είχε κάνει πολλές μεταγραφές. Σωστά;

Πώς ήταν, λοιπόν, οι πρώτες μέρες στην ΑΕΚ;

«Προπονητής ήταν ο Μπάγεβιτς και προετοιμασία κάναμε στην Γερμανία. Μαθημένος εγώ από την επαρχία ήταν και διαφορετικό το ντύσιμο. Το να πάω στην προετοιμασία μου φαινόταν δύσκολο. Ε, ξεκίνησαν τα φιλικά, σε κάποιο με έβαλε ο Μπάγεβιτς και σιγά σιγά καθιερώθηκα».

Πού μένατε τις πρώτες μέρες;

«Πουθενά».

Σε ξενοδοχείο;

«Όχι ρε, ποιο ξενοδοχείο; Είστε καλά; Θυμάμαι ότι υπέγραψα και δεν ήξερα που να πάω να μείνω».

Το συμβόλαιο τί διάρκεια είχε;

«Υπέγραψα ως ημιεπαγγελματίας για 2+3, δηλαδή 5 χρόνια. Όμως, επειδή με κάλεσε η Εθνική έγινα αναγκαστικά επαγγελματίας, έτσι το 2 + 5 έγινε 2+3.

Δεν ήξερα λοιπόν που να πάω… Είχα έναν φίλο από το πολεμικό ναυτικό, που έμενε στον Κορυδαλλό. Σταματάει το ταξί στον Κορυδαλλό. Που να ήξερα εγώ που είναι Κορυδαλλός; Π@π@ρι@. Ξέρετε, μου ήταν όλα άγνωστα. Τελικά, πήγα σ’ έναν θείο μου και έμενα τον πρώτο καιρό στο Άνω Καλαμάκι. Ερχόταν από εκεί ο Οκόνσκι και με έπαιρνε για να πηγαίνουμε μαζί στην προετοιμασία.

Αφού με έπαιρνε και έκανε ένα πακέτο τσιγάρα στο δρόμο, φτάναμε στην προπόνηση. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα πρωινό – νομίζω τη δεύτερή μου χρονιά ήταν – φορούσε ένα λαμέ κοστούμι. Μου λέει “πάρε τσιγάρο”. Κάπνιζε Marlboro σκληρό. Του απάντησα: “Δεν καπνίζω”. Πού και πού έκανα κάνα τσιγαράκι, αλλά που να καπνίσω εκεί; Ε, πάμε για προπόνηση, μπαίνουμε στα αποδυτήρια και όπως πάει να αλλάξει το εσώρουχό του ήταν γεμάτο λουλούδια. Επαθα πλάκα (γέλια). Τα παιδιά όλα με αγάπησαν. Ο Μανωλάς, ο Τόνι, ο Μπατίστα… Όλα τα παιδιά».

Πάντα μπακ ήσασταν;

«Όχι, στο χωριό ήμουν αριστερό εξτρέμ. Και λίμπερο έπαιζα και μπακ. Τότε στην ΑΕΚ παίζαμε με λίμπερο και δύο στόπερ. Ας πούμε ότι ήμουν αριστερό στόπερ, δεν ήμουν κλασικό αριστερό μπακ σαν τον Κασάπη. Τα πιο πολλά προσόντα μου ήταν αμυντικά, δεν είχα τα επιθετικά προσόντα του Μιχάλη (Κασάπη), για να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους βάση. Εγώ έπαιζα αριστερό στόπερ, ο Μιχάλης αριστερό μπακ και πιο μπροστά ήταν ο Τόνι (Σαβέβσκι)».

Μιλάμε και για μια ΑΕΚ με τρομερά ονόματα.

«Ναι, εγώ πήγα το 1990. Αλεξανδρής, Σαμπανάτζοβιτς και Δημητριάδης ήρθαν το 1991. Τότε δεν ήταν ονόματα. Τον Σαβέβσκι τον ήξερε κανένας; Απλά, δούλεψαν και ξεχώρισαν. Από εδώ, απ’ αυτό το μαγαζί που βρισκόμαστε τώρα έχουν περάσει όλοι. Ο Ηλίας ο Ατματσίδης έρχεται συχνά, ο Τόνι… Όλοι. Ο Βαμβακάς, που τον είχαμε γυμναστή».

Μας είπατε πριν ότι θέλατε να κλείσετε την πόρτα των αποδυτηρίων και να φύγετε. Πώς σας αντιμετώπισαν τις πρώτες μέρες οι συμπαίκτες σας;

«Ναι, το ένιωσα αυτό γιατί ντρεπόμουν. Γενικά, όμως, με αντιμετώπισαν καλά κι αυτό με κράτησε εκεί. Όλα τα παιδιά με βοήθησαν».

Ποιον παίκτη σας άρεσε να βλέπετε στις προπονήσεις;

«Τα πρώτα χρόνια τον Οκόνσκι, μεγάλη παικτάρα».

Θυμάστε κάποιο ωραίο περιστατικό;

«Ε, ναι θυμάμαι πολλά… Και στις προπονήσεις και στη Γερμανία και στο 5-2. Ο Οκόνσκι την είχε τη μπάλα… Πήγαμε να παίξουμε ένα φιλικό με το Αμβούργο – η ΑΕΚ τον είχε πάρει από εκεί – και θυμάμαι ότι κατέβαιναν οι οπαδοί με πανό και φώναζαν “Όκο Όκο”. Φανταστείτε τι θα έκανε εκεί!

Ο Τόνι με βοήθησε πολύ! Εδωσε και την ψυχή του για την ΑΕΚ και για μένα είναι από τους καλύτερους ξένους που πέρασαν από την Ελλάδα όχι μόνο από την ΑΕΚ. Εφτιαχνε, έκοβε, δημιουργούσε, σκόραρε… Ήταν ένα χαφ απίστευτο».

Κάποιο προσωπικό με τον Τόνι;

«Πολλά… Ζήσαμε πολλά. Και εδώ στο χωριό, στην Ιτέα, και στην Χαλκίδα πηγαίναμε και ψαρεύαμε. Ήταν απίστευτος χαρακτήρας. Εγώ και στον ύπνο ακόμα είχα θέμα κι εκείνος με βοηθούσε ως φίλος που ήταν».

Μένατε στο ίδιο δωμάτιο;

«Και με τον Τόνι έμενα αλλά και μ’ άλλα παιδιά. Θυμάμαι ένα περιστατικό με τον Στέλιο Μανωλά. Πριν από ένα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό – δεν θυμάμαι – ήμασταν στο δωμάτιο. Με ενοχλούσε η τηλεόραση, είχα άγχος… Για να μου αποβάλει το άγχος μου έλεγε: “Από εσένα εξαρτάται, ρε, η ΑΕΚ;”, ξέρετε για να με χαλαρώσει. Αυτός, εν τω μεταξύ, ήταν χειρότερος από εμένα με το θέμα του άγχους. Εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ με τίποτα και κατέβηκα στη ρεσεψιόν για να μου δώσουν ένα δωμάτιο να πάω να κοιμηθώ μόνος μου. Με το που ανοίγω την πόρτα και βγαίνω στον διάδρομο βλέπω τον Στέλιο να κοιμάται στις σκάλες αγκαλιά με το κάγκελο. Εκείνες τις εποχές αυτά που περνούσε ένα ποδοσφαιριστής από το άγχος του μέχρι να μπει στον αγωνιστικό χώρο…. Μπορούσε να μην έχει κοιμηθεί και μετά τον αγώνα να πήγαινε “πτώμα” σπίτι του από τη ψυχολογική πίεση, κάτι που δεν το βλέπω τώρα».

Αυτό το άγχος από πού προερχόταν κυρίως;

«Η ΑΕΚ τότε είχε καλή ομάδα. Είχαμε καλή ομάδα και θέλαμε να πάμε καλά, να μην χάσουμε. Είναι πολλά».

«Οταν είδα τη φωτογραφία με το μαρκάρισμα στον Ρομάριο έπαθα πλάκα»

Εσείς μετά από ήττα βγαίνατε έξω;

«Πού να βγεις; Ενιωθες άσχημα. Όχι ότι είναι και κάτι. Μπορούσε να πετάξει κάποιος μια σπόντα. Εντάξει, δεν ήταν ωραίο».

Εσάς σας είχε συμβεί κάποιο περιστατικό;

«Όχι, μ’ αγαπούσε ο κόσμος πάρα πολύ».

Ήταν κι ο χαρακτήρας σας τέτοιος.

«Ναι, δεν προκαλούσα. Ό,τι μπορούσα να το δώσω, το έδινα στον αγωνιστικό χώρο. Τα προσόντα μου ήταν αυτά που ήταν. Όμως, τα πρόσφερα στον αγώνα στο 100%».

Πιστεύετε ότι είναι άδικο που σας έχουν κολλήσει το «ο Καραγιάννης έκανε σκληρά τάκλιν»;

«Εντάξει, κοιτάξτε να δείτε. Όταν κάθε εβδομάδα σε χρεώνει ο προπονητής σου τον καλύτερο παίκτη της αντίπαλης ομάδας… Όταν έχεις να μαρκάρεις τον Σαραβάκο, τον Βαζέχα, τον Ρομάριο ξέρω εγώ… Όταν μ’ αυτούς δεν παίξεις πιο σκληρά, θα σου πάρουν και τα σώβρακα. Και σε βλέπει όλη η Ελλάδα».

Θα μας πείτε για την φάση με τον Ρομάριο; Πώς πήγατε στη μπάλα;

«Εκεί δεν τον έχω χτυπήσει. Αν δεις τη φάση, δεν ξέρω πώς το έπιασε ο φακός, αλλά αν τη δεις θα πεις “πάει, αυτός έχει τελειώσει”. Αφού κι εγώ όταν είδα τη φωτογραφία πρώτη φορά είχα πάθει πλάκα. Λέω “τι έγινε εδώ;”».

Υπάρχει κάτι άδικο που να σας έχουν χρεώσει. Το «ο Καραγιάννης ήταν τσεκούρι»;

«Όχι, δεν έχω τέτοια κολλήματα. Ούτε έχω τραυματίσει κάποιον άθελά μου ούτε ήμουν τέτοιος άνθρωπος».

«Ποτέ δεν χτύπησα κανέναν. Με τον Βαρεσάνοβιτς είχα θολώσει, έκανα μαλακία»

Δεν υπήρξε ποτέ κάποιος που να χτυπήσατε έστω και άθελά σας;

«Όχι. Ο μόνος παίκτης που πήγα να τον χτυπήσω, γιατί είχα θολώσει, ήταν ο Βαρεσάνοβιτς στο “Γ. Καραϊσκάκης”. Στο ματς που έδωσαν πέναλτι στον Καραπιάλη με τον Ατματσίδη. Ούτε καν είχαν έρθει σε επαφή.

Κάνουμε σέντρα, χάνουμε τη μπάλα, την παίρνει ο Βαρεσάνοβιτς από δεξιά, την ανοίγει κι ενώ την είχα τη μπάλα για να την πάρω, τον αφήνω. Άφησα να φτάσει πάνω μου για να τον πάρω μαζί με τη μπάλα. Αυτό μου έχει μείνει, έκανα μαλακία. Δεν τον χτύπησα αλλά τον πήρα μαζί με τη μπάλα στις πινακίδες. Στο δε μετά Καραϊσκάκης… φαντάζεστε τι έγινε.

Τότε, ερχόντουσαν φίλοι μου να μείνουν στο σπίτι μου, τους έδινα και προσκλήσεις για να έρθουν στο γήπεδο. Ε, σ’ αυτήν τη φάση οι δικοί μου είχαν έρθει κάτω κάτω για να με βρίσουν. Και το βράδυ ήταν σπίτι μου. “Μα καλά ρε δεν ντρέπεστε”; Τους κάνω… Κατάλαβες; Ετυχε το μάτι μου να πέσει πάνω τους εκείνη τη στιγμή. Εκεί που το μάτι σου γυαλίζει και λες “θα σας φάω”, το μάτι σου να πέφτει πάνω στους δικούς σου με τους οποίους το βράδυ έπινες ουίσκι στο σπίτι. Είχα θολώσει όμως γιατί τέτοιες αδικίες είχαν γίνει ξανά και ξανά».

Τέτοιες αδικίες λένε ότι έκαναν όλοι.

«Η ΑΕΚ ποτέ δεν είχε κάνει τέτοια πράγματα. Με τον Ολυμπιακο τα έχω ζήσει. Με τον Παναθηναϊκό έχω ζήσει να έχει ο άλλος το πιστόλι στο τσεπάκι στο πλάγιο… Αυτά όμως πρέπει να σταματήσουν, δεν είναι σωστά».

Σε αποδυτήρια έχετε ζήσει τραμπουκισμούς;

«Ναι, αυτά πάντα υπήρχαν. Ειδικά εδώ στα τοπικά, έπρεπε να ήσουν ήρωας για να παίζεις. Τα πόδια μου είναι ακόμα μαύρα από τα ξερά γήπεδα στα οποία παίζαμε».

Κάποιο περιστατικό χαρακτηριστικά θυμάστε;

«Όταν ήμασταν στην Δ’ Εθνική τρώγαμε ξύλο με το που κατεβαίναμε από το πούλμαν. Βγαίναμε για ζέσταμα και μας κυνηγούσαν γύρω γύρω από το τέρμα. Εντάξει, αυτά δεν υπάρχουν πουθενά. Αντε και να ήταν δύο αστυνομικοί. Ποιον να κυνηγήσεις και ποιον να πιάσεις, από τη στιγμή που ήταν όλο το χωριό στο γήπεδο».

Και σε τέτοιες καταστάσεις μπορούσες να νικήσεις ή έλεγες «άντε να χάσουμε να σηκωθούμε να φύγουμε»;

«Παίζαμε… Ήταν ορισμένα παιδιά που φοβόντουσαν».

Εσείς φοβηθήκατε ποτέ;

«Όχι, ποτέ».

Ενώ ήσασταν δυναμικός παίκτης, το σκαρί σας δεν ήταν τόσο φοβιστικό.

«Όχι, ήμουν δυνατό παιδί, αν και ήμουν 64-65 κιλά. Ωστόσο, για να καθιερωθώ δούλεψα πάρα πολύ. Πάρα πολύ».

Ο Μπάγεβιτς πώς σας καθιέρωσε;

«Ο Μπάγεβιτς με έβαζε να πηγαίνω όπου πήγαινε ο Καραπιάλης. Όμως, πιστεύω ότι με καθιέρωσε από ένα ματς στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ο Μάκης Χατζής είχε πρόβλημα δεν μπορούσε να παίξει και με φωνάζει ο Μπάγεβιτς: “Μικρέ, θέλω τον Σαραβάκο να τον έχεις man to man”. Δεν ήμασταν καλοί, τρώμε τέσσερα. Τερματοφύλακας ο Σπύρος Οικονομόπουλος. Στο ημίχρονο μπαίνει μέσα στα αποδυτήρια ο Μπάγεβιτς, δεν μπορούσες να τον κοιτάξεις στο πρόσωπο. Ντρεπόμασταν. Τελειώνει το ματς, ήμουν με το κεφάλι κάτω. Ερχεται και μου λέει: “Μπράβο μικρέ”. Επειδή τον πήγα καλά τον Σαραβάκο, τον έκανε αλλαγή κάπου στο 75′. Εδώ φάγαμε 4 γκολ και μου είπε “μπράβο”. Νόμιζα ότι με κοροϊδεύει».

Άρα αυτό ήταν το ματς κλειδί για να καθιερωθείτε στα πλάνα του Μπάγεβιτς. Θυμάστε κάποια συμβουλή του;

«Στην ομάδα εκείνη ο καθένας είχε το ρόλο του. Εμείς δεν έπρεπε να δεχτούμε γκολ. Εμένα ποια ήταν τα προσόντα μου; Ήμουν καλός αμυντικά. Να αρχίσω να κάνω ποδιές; Εντάξει ρε παιδιά να λέμε τα πράγματα ως έχουν. Δεν μπορούσε να ξέρει τη μπάλα με τον Οκόνσκι κάποιος άλλος…».

Σας κούραζε το γεγονός ότι είχατε εσείς man to man το αστέρι της αντίπαλης ομάδας;

«Όχι, αλλά μου δημιουργούσε πιο πολύ άγχος. Με έκανε να είμαι πιο πολύ υπεύθυνος. Φεύγει ο Αλεξανδρής από την ΑΕΚ και πάει στον Ολυμπιακό. Ο Αλέκος είναι κουμπάρος μου, αλλά αυτό δεν έχει να λέει. Του έχω δώσει αγκωνιά. Του λέω “χάζεψες ρε; Σήκω φύγε από δω”. Τι να κάνεις; Ετσι είναι η ζωή».

Από τους αντιπάλους που είχατε, σας δυσκόλεψε κάποιος πιο πολύ;

«Όλοι δύσκολοι ήταν».

Αυτός που σας δημιουργούσε πιο πολύ άγχος;

«Ο πιο κουραστικός ήταν ο Βαζέχα. Είχε κίνηση σε όλο το παιχνίδι, είχε επιλογές, έπαιζε καλά με την πλάτη και είχε και τα δύο πόδια. Με τον Σαραβάκο ήξερες ότι έχει το δεξί πόδι, ότι είναι γρήγορος. Ήμουν και ‘γω όμως γρήγορος, θα μπορούσα να τον αντιμετωπίσω. Ο Βαζέχα είχε επιλογές. Αριστερά-δεξιά, θα μπορούσε να σε ξεφτιλίσει. Επρεπε να προσέχεις».

Ξεφτίλα νιώσατε από αντίπαλο;

«Σίγουρα, ήταν αδύνατον πάνω στο παιχνίδι να μην την πάθεις. Και μπορούσες να την πατήσεις από εκείνον που δεν την περίμενες».

Θυμάστε να μην συνεννοηθήκατε με κάποιον συμπαίκτη και να τσακωθήκατε μετά;

«Όχι, η ένταση ήταν της στιγμής, μέσα στο παιχνίδι. Θυμάμαι ένα ματς στην Ξάνθη, είχα προσωπικό αντίπαλο τον Μαρσέλο… Φοβερός παίκτης και φοβερό παιδί. Ο Σαραβάκος επίσης μου έχει κάνει εντύπωση, μετά είχε έρθει και στην ΑΕΚ. Στόμα είχε και μιλιά δεν είχε».

Στα αποδυτήρια πλάκες;

«Ναι, πολλές».

Θα μας πείτε καμία;

«Τι να σας πω; Μέχρι και το αυτοκίνητο μου είχα πάρει. Ο Μανωλάς κι οι άλλοι… Βγήκα έξω από το προπονητικό και δεν βλέπω το αμάξι. Κολλάς. Τρελαίνεσαι! Λες “το πήγα αλλού; Πού το έβαλα”; Ήταν δύο αστυνομικοί που τους ήξερα και γελούσαν. Ε, την ψιλιάστηκα. Μπήκα πάλι στα αποδυτήρια ρώτησα τον Στέλιο: “Πού το ‘χεις πάει”»;

Τελικά, πού το είχε πάει;

«Ε, ένα τετράγωνο πιο κάτω».

Άλλη ιστορία;

«Με τον Στόικα της Λάρισας… Το χωριό μου είναι στη μέση Λάρισας-Καρδίτσας. Είχα βγει να ψωνίσω και όπως ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου μου πέφτει πάνω ο Στόικα. “Ε, και εδώ με μαρκάρεις;”, μου λέει. Ετυχε η φάση και κάναμε πλάκα.

Στη Σκιάθο, κάναμε διακοπές. Εκεί ήταν ο Λόντσαρ. Εγώ είχα την αρρώστια όποτε ξυπνούσα να πηγαίνω για ψάρεμα. Δόλωμα, αγκίστρια, ψάρια. Πολλά ψάρια. Του λέω: “Το μεσημέρι έλα να φάμε ψάρια”. Νόμιζε ότι του έκανα πλάκα. Μετά γνωριστήκαμε. “Δεν περίμενα να είσαι τέτοιο παιδί ρε μαλάκα, στο γήπεδο είσαι αλλιώς”, μου είπε».

Οι γονείς σας ερχόντουσαν να σας δουν στο γήπεδο;

«Ο πατέρας μου, τον οποίο τον έχω χάσει πλέον, ερχόταν με το φορτηγάκι του».

Είπατε ότι στην ΑΕΚ, στην αρχή, δεν είχατε δικό σας σπίτι. Πότε πήγατε στο δικό σας ή πότε αγοράσατε αυτοκίνητο; Πώς αξιοποιήσατε τα χρήματά σας;

«Μετά από 1 – 1,5 χρόνο… Αλλά τι να αξιοποιήσω και τι λεφτά να πάρω; Αφού πήγα με μηδέν. Δεν είχα πάρει χρήματα. Νομίζω ότι τότε η ΑΕΚ πλήρωσε στη ομάδα της Καρδίτσας 10 εκατ. δραχμές συν κάποια ακόμα αν έπαιζα σε κάποια ματς».

Τότε εσείς πληρωνόσασταν με τη νίκη;

«Απλά ήταν το πριμ. Αν δεν έπαιζες, έπαιρνες το μισά, αν έπαιζες όλο το πριμ. Ήταν δύσκολα».

Ποιο ματς σας έχει μείνει στη μνήμη σας;

«Το ματς με τη Σπάρτα Πράγας που είχαμε νικήσει 2-1 στη Φιλαδέλφεια. Είχε παλμό το γήπεδο. Γενικά, από εκεί δύσκολα περνούσε κάποιος. Ήταν μια δεκαετία πάρα πολύ καλή για την ΑΕΚ. Εγώ έμεινα στην ομάδα 12 χρόνια».

Τι εικόνες έχετε από την Σκεπαστή;

«Και χάλια να ήσουν και κουρασμένος, σου έδινε δύναμη, ανέβαινες πάρα πολύ».

Κάτι που σας έχει μείνει από τον κόσμο ή από κάποιον συμπαίκτη;

«Πιο πολύ μένουν τα πρωταθλήματα. Αυτό που μου έχει μείνει είναι όταν ήμασταν 12-13 βαθμούς μπροστά από τον Παναθηναϊκό και τελικά φτάσαμε να είμαστε στον πόντο. Είναι το ματς της τελευταίας αγωνιστικής με τον Ολυμπιακό στη Φιλαδέλφεια και έπαιζε ο Παναθηναϊκός μέσα στην Παναχαϊκή, αλλά η Παναχαϊκή το έκανε μέσα στον Παναθηναϊκό. Δηλαδή, δεν γίνονται πουθενά αυτά! Νικήσαμε τον Ολυμπιακό 3-1».

Είχατε πάρει κάρτα σ’ αυτό ματς;

«Από τον Ολυμπιακό οι πιο πολλοί προτιμούσαν αντί για τον Παναθηναϊκό να το πάρει η ΑΕΚ το πρωτάθλημα, εκτός του Βαΐτση που είχε αντιρρήσεις. Ο Καραπιάλης να φανταστείτε είχε κάνει πέναλτι στην περιοχή. Ο Καραπιάλης που δεν έκανε ποτέ του πέναλτι ή τάκλιν. Και ο Βαΐτσης εκεί… Ε, έτυχε να τον μαρκάρω και γι’ αυτό πήρα κάρτα».

Η μάνα σας τι σας έλεγε όταν παίζατε;

«Ω! Δεν ήθελα κανέναν στο γήπεδο. Δεν ήθελα καν να είναι κάποιος δικός μου. Ετσι ήταν ο χαρακτήρας μου».

Σας προκαλούσε άγχος;

«Εντάξει, στα εκτός έδρας ειδικά με έβριζε ρυθμικά όλο το γήπεδο. Τη μάνα, τον πατέρα, τα πάντα… Ε, δεν ήθελα να τα ακούνε. Όχι ότι με επηρέαζε αγωνιστικά αλλά δεν ήθελα να τα ακούει η μάνα μου».

Όταν σας έβριζαν επηρεαζόσασταν;

«Ίσα ίσα παθιαζόμουν πιο πολύ».

Υπήρχαν όμως παίκτες που φοβόντουσαν;

«Ναι, ανάλογα τον χαρακτήρα του κάθε παιδιού. Αγωνιστικά τον Χρήστο Κωστή μπορεί να τον επηρέαζε λίγο».

Από την τελευταία φουρνιά των παικτών που βρήκατε στην ΑΕΚ ποιους ξεχωρίζατε;

«Ο Ζήκος, ο Δέλλας και γαμώ τα παιδιά…».

Ποια ομάδα της ΑΕΚ, απ’ όλα αυτά τα χρόνια, ήταν η καλύτερη;

«Σας είπα την ομάδα του Μπάγεβιτς με τα πρωταθλήματα, αλλά και τη χρονιά με τον Ραβούση είχαμε πάρα πολύ καλή ομάδα. Και με τον Σάντος, που ήταν πολύ καλός προπονητής, είχαμε καλή ομάδα».

Πώς θυμάστε την πρώτη επίσκεψη του Μπάγεβιτς στη Φιλαδέλφεια ως προπονητής πλέον του Ολυμπιακού;

«Ναι, έγινε χαμός. Ενιωθες άσχημα, ντρεπόσουν κι εσύ με όλα αυτά… Του πετούσαν χαρτονομίσματα. Τον ένιωθες σαν πατέρα σου, ήταν ΑΕΚ…».

Πώς αντιδράσατε όταν μάθατε ότι πάει στον Ολυμπιακό;

«Νομίζω ότι με πήρε τηλέφωνο ο Αλέκος (Αλεξανδρής). Το 1994 ήμασταν στην Αμερική και θυμάμαι ότι ο Μελισσανίδης έπαιρνε τηλέφωνο να δει τι κάνει ο Αλέκος. Εληγε το συμβόλαιό του αλλά νομίζω ότι ήδη είχε αποφασίσει να πάει στον Ολυμπιακό».

Ποια είναι η γνώμη σας για τον Μπάγεβιτς;

«Ενας πολύ καλός προπονητής με τα πιο πολλά έπαθλα στην ΑΕΚ. Δεν μπορώ να πω για πιο παλιά… Δεν μου άρεσε αυτό, που πήγε στον Ολυμπιακό, δεν μου έκατσε καλά, αλλά αυτό είναι άλλο».

Για τον Σάντος τι γνώμη έχετε;

«Πολύ καλός προπονητής, πολύ σοβαρός και απορώ πώς και δεν πέτυχε στον Παναθηναϊκό».

Τι διαφορετικό έκανε στις προπονήσεις που σας άρεσε;

«Σοβαρός όπως ο Μπάγεβιτς αλλά με πιο πολλές γνώσεις. Ακόμα και εγώ που δεν έπαιζα μαζί του, με κέρδιζε».

Ήταν ένα προσωπικό σας στοίχημα να τον κερδίσετε και να παίξετε μαζί του;

«Εγώ τότε είχα θέματα με τον Ψωμιάδη.Ο λόγος ήταν αυτός. Είχα μιλήσει στον Σάντος. Του είχα πει: “Ασε να περάσει η χρονιά να φύγω”. Αυτό που μου έκανε ο Ψωμιάδης ήταν πολύ καλό. Είχα κόψει τον αχίλλειο. Με παίρνει ο Λάκης ο Νικολάου τηλέφωνο και μου λέει: “Ο Ψωμιάδης μου ζήτησε να αποδείξω ότι δεν έχεις τίποτα για να μην σου πληρώσει το συμβόλαιο”. Τον Λάκη τον έχω πατέρα. Ό,τι και να του ζητήσω για οποιονδήποτε από το χωριό πάει σ’ εκείνον απευθείας. Ετσι, με προφύλαξε. Ο Ψωμιάδης ήθελε να αποδείξει ότι κάνω ψέματα τον τραυματία για να μην πληρωθώ.

Το πρώτο ματς που είχα παίξει, μετά τον τραυματισμό, ήταν το ματς που πέσαμε κάτω με τον Ολυμπιακό. Μου το ζήτησε ο Παθιακάκης. Εγώ ήθελα να τρέξω γύρω γύρω. Με έβαλε πάνω στον Οφορίκουε. Ευτυχώς εκείνος μπερδευόταν μόνος του… Εκανα σπριντ και ένιωθα όλο το πόδι μου ότι θα μου μείνει πίσω. Είχα το ίδιο πρόβλημα με τον Πατσατζόγλου. Αυτό το παιδί έπαιξε σε 2-2,5 χρόνια κι εγώ έπαιξα σε 6 μήνες. Μετά… άστα, αν και έπαιξα. Ο τένοντας μου ξεκόλλησε. Μετά απ’ αυτό το πρόβλημα είχα χάσει σε αλτικότητα, σε ταχύτητα».

Σε εκείνο το «πέστε κάτω» τι είχε γίνει;

«Ε, ήταν λάθος αλλά από τη στιγμή που δόθηκε εντολή… Βέβαια κι ο κόσμος ήταν έτοιμος να μπει μέσα. Είχε μπει μέσα. Θα γινόντουσαν και χειρότερα πράγματα».

Άρα αυτό έγινε για να κοπεί η οργή του κόσμου;

«Νομίζω ναι, γιατί ήταν συνεχόμενες οι αποβολές. Ήμασταν με εννέα παίκτες. Αν δεν κάνω λάθος αποβλήθηκε πρώτα ο Βλάχος και μετά ο Μπατίστα. Για μένα δεν ήταν δίκαιες, φαίνονται και στο βίντεο. Στο ημίχρονο βγήκε ο Κωστής και έβαλε εμένα. Καπου γκρίνιαξε και η κερκίδα, επειδή βγήκε μπροστινός και μπήκε αμυντικός. Τυχαίνει η φάση που κλέβω τη μπάλα, βγάζω στον Κασάπη και κάνει το γκολ. Με εννέα παίκτες κάναμε το 1-3, το είχαμε πάρει το ματς με εννέα. Και μετά πέσαμε κάτω. Κακώς βέβαια. Ως παίκτες παίζαμε και με εννέα παίκτες και με δέκα παίκτες…».

Με τον Ψωμιάδη πώς θυμάστε αυτήν τη φάση;

«Με τον μόνο που πικράθηκα ήταν αυτός. Ήμουν 11 χρόνια στη ομάδα και δεν έπρεπε να μου φερθεί έτσι. Μετά ήρθε ο Μπάγεβιτς, μου ζήτησε να μείνω άλλη μια χρονιά. “Δεν γίνεται, θα πάω στο χωριό μου”, του είπα. Στα 34-35 έφυγα. Με ζήτησαν από Καλαμάτα και Ιωνικό, δεν ήθελα να πάω. Τα μάζεψα ένα βράδυ και γύρισα στο χωριό. Πήγαινα για μπάνιο εδώ στους Νέους Πόρους, στον Πλαταμώνα. Στο ξενοδοχείο που ήμουν, ερχόντουσαν από την ομάδα και μου ζήτησαν να πάω εκεί. Τους είπα ότι δεν μπορούσα να παίξω και ξαφνικά βρέθηκα εκεί. Προπονητής ήταν ο Περικλής Αμανατίδης. Ο Περικλής τότε πιο μικρός από μένα. Πήγα εκεί για έναν χρόνο, μετά ασχολήθηκα με την Αναγέννηση…».

«Εγώ ήμουν ματωμένος, ξυλωμένος κι ο Δημητριάδης έκανε 2-3 γκολάκια. Τον έκανα εικόνισμα»
Το τελείωμα της καριέρας σας πώς το θυμάστε;

«Καλό ήταν… Αλλά θυμάμαι ότι ήθελα να παίξω και απλά δεν μπορούσα. Επρεπε να σταματήσω, θα με ξεφτίλιζε ο άλλος. Πάει ο άλλος να παίξει 60 χρονών. Τί να πάω να παίξω».

Συνήθως τα φώτα πάνε στον επιθετικό. Νιώθατε μέσα σας ότι εσείς κάνατε όλη τη δουλειά και τελικά το «μπράβο» πήγαινε σε άλλους που απλά μπορεί να μην έπαιζαν καλά αλλά να έβαζαν το γκολ;

«Όχι, δεν το σκέφτηκα ποτέ. Αυτή ήταν η δουλειά μου. Μπορεί εγώ να ήμουν ματωμένος και ξυλωμένος κι ο Βασίλης ο Δημητριάδης να έβγαινε ατσαλάκωτος. Κοίτα όμως που εκείνος έβαζε 2-3 γκολάκια. Εικόνισμα τον έκανα και δεν με ένοιαζε καθόλου».

Ο Δημητριάδης ως προσωπικότητα είναι παρεξηγημένος;

«Είναι ο χαρακτήρας του έτσι. Για πολλούς είναι τραμπούκος, για μένα όχι. Εβαζε γκολ φίλε… Πάνω από τη γραμμή, κάτω από τη γραμμή. Ήξερα ότι αν κρατήσουμε το μηδέν, έστω και με τον κώλο ο Βασίλης θα το βάλει. Ο Μπατίστα ήταν επίσης παικτάρα».

Μπορείτε να ξεχωρίσετε τους καλύτερους παίκτες που συναντήσατε; Είτε συμπαίκτες είτε αντιπάλους…

«Μου άρεσε το δίδυμο Βαζέχα – Σαραβάκος. Και αγωνιστικά και ως χαρακτήρες. Τώρα αν μου πείτε Μέσι ή Ρονάλντο, θα σας πω Μέσι. Δεν μου αρέσει που πήγε ο άλλος να φτύσει τον συμπαίκτη του».

Από τον Ολυμπιακό ποιον ξεχωρίζετε;

«Πέρασαν πολλοί… Προτάσοφ, Σάβιτσεφ, Λιτόφτσενκο… Καλοί παίκτες όλοι. Ο Ολυμπιακός πάντα είχε καλούς παίκτες».

«Στην Τούμπα έσπαγαν τσιμέντο. Να σε βρει στο κεφάλι, τελείωσες…»
Ποια ήταν η έδρα που σας δυσκόλευε περισσότερο;

«Η Τούμπα ήταν πολύ δύσκολη έδρα».

Τι περιστατικό θυμάστε από εκεί;

«Με τις πέτρες. Επίσης το πρωτάθλημα που σηκώσαμε εκεί μέσα, τελευταία αγωνιστική».

Σας πετούσαν πέτρες;

«Ναι, πετούσαν. Δεν μπορούσες να εκτελέσεις κόρνερ, ούτε πλάγιο άουτ. Έσπαγαν τα τσιμέντο. Να σε βρει στο κεφάλι, τελείωσες…».

Το “αντε γαμ@@@@τε, πάμε να φάμε ψάρια” του Δέλλα

Παρέα με ποιους κάνατε;

«Έκανα πολύ παρέα με τον Άκη Ζήκο. Πηγαίναμε να ψαρέψουμε στη Χαλκίδα. Πετούσαμε τα καλάμια και ήταν ένας με ένα βαρκάκι, 50 μέτρα πιο πέρα από εμάς. Αυτός να βγάζει φουλ ψάρια κι εμείς τίποτα. Μια άλλη φορά πάμε στους Θρακομακεδόνες και νοικιάζουμε μια βάρκα με το όνομα Α Ελλάς. Βάρκα με το όνομα Άντζελα, για ψάρεμα. Πηγαίναμε και ψαρεύαμε, βγάζαμε ψάρια. Κάποια στιγμή κόλλησε με το… σπορ ο Πέτκοφ και ο Δέλλας. Μας λέει ο Δέλλας με τη χαρακτηριστική φωνή: “Μαλάκες, θα έρθω κι εγώ για ψάρεμα”. Τσολιάς εντελώς, αλλά και γαμώ τα παιδιά, ξέρετε. “Να ρθεις ρε” του λέω. Μας λέει ένας ψαράς να μην πάρουμε τη βάρκα.

Να πάμε κάτω από μια γέφυρα, ότι είχε πέρασμα τσιπούρας εκείνη την εποχή. Έτσι μας είπε ο ψαράς. Είχαμε όλοι μας καλάμια, ο Δέλλας δεν είχε. Του λέω “πάρε το πεταχτάρι”. Και μου απαντά: “Και πώς το κάνω αυτό;”. Του έδειξα, αλλά εγώ το έκανα με το αριστερό και τον μπέρδεψα. Έριξα εγώ το δικό μου, πήγε μέσα, μακριά. Όταν ήρθε η δική του σειρά, άρχισε να το στριφογυρίζει με δύναμη για να του δώσει ώθηση. Το άκουγα να… σφυρίζει και έλεγα μέσα μου: “Πού θα το στείλει ρε γαμώτο;”. Το αμόλαγε και τελικά έπεφτε μπροστά του. Το δοκιμάζει μία, δυο, τρεις, δεν του ‘βγαινε. Κάποια στιγμή γυρνάει και λέει: “Άντε γαμ@@@@τε, πάμε να φάμε ψάρια”».

«Ο Παναγούλιας ήθελε να μου δώσει 10 μέρες άδεια πριν το Μουντιάλ. Με πήρε για να μαρκάρω τον Μαραντόνα και μόνο σ’ αυτό το ματς δεν με έβαλε»

Πώς θυμάστε την κλήση στην Εθνική ενόψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1994;

«Κατ’ αρχήν, κάνει επιλογή 30 παικτών για τα 3-5 Πηγάδια, πόσους πήρε δεν θυμάμαι. Εγώ ήθελα να παντρευτώ. Πηγαίνω στον προπονητή και του λέω: “Κύριε Αλκέτα, θέλω μια μέρα άδεια”. Μου απαντάει: “Τι τη θέλεις τη μια μέρα άδεια;”. Του λέω “παντρεύομαι”. Τι ήταν να το ακούσει. “Παντρεύεσαι; Τι μια μέρα μου λες; Κάτσε δέκα μέρες”. Όταν το άκουσα απογοητεύτηκα. Εκεί τι θα σκεφτόταν ο καθένας; Αν σου λέει ο προπονητής “μείνε εκτός δέκα μέρες”, σημαίνει ότι δεν σε υπολογίζει και τόσο πολύ και ότι δεν θέλει να σε πάρει στο Παγκόσμιο. Τέλος πάντων. Γίνεται ο γάμος στην Καρδίτσα, ένας χαμός. Είχαν έρθει λεωφορεία από Αθήνα, η Original και άλλοι. Την επομένη το πρωί πηγαίνω στον Αλέκο (σ.σ. Αλεξανδρή), με είχε παντρέψει, και του λέω “σήκω, πάμε πάνω στα 3-5 Πηγάδια”. Πάμε πάνω και δεν είναι κανένας. Λέω “πού είναι οι άλλοι;”. Άλλος είχε πάει στη Βέροια, άλλος στη Θεσσαλονίκη… Είχαμε μείνει τέσσερα άτομα στα 3-5 Πηγάδια. Εγώ, ο Νιόπλιας, ο Τσιαντάκης… Κάναμε σέντρες, σουτ. Τελικά ήρθε η ώρα της τελικής επιλογής και με πήρε στην αποστολή ο Παναγούλιας. Υποτίθεται με είχε πάρει για έναν συγκεκριμένο λόγο, για να με βάλει man to man στον Μαραντόνα και τελικά ήταν το μοναδικό παιχνίδι στο οποίο δεν με χρησιμοποίησε».

Γιατί μας είπατε όμως ότι ο καθένας είχε πάει σε άλλα μέρη και δεν βρισκόταν στα 3-5 Πηγάδια;

«Ξέρω κι εγώ, τους είχε δώσει άδεια. Ούτε ο ξενοδόχος δεν ήταν εκεί. Ακουγόταν αντίλαλος».

Γιατί θεωρείτε ότι συνέβη όμως αυτό;

«Δεν ξέρω. Ίσως κάποιες συμφωνίες έκαναν στην Αμερική. Αφού δεν κάναμε προπόνηση ούτε εκεί».

Αυτό ισχύει έτσι;

«Ε, ναι. Παίρναμε το αεροπλάνο, πτήση τριών ωρών για να πάμε σε άλλα μέρη που μας περίμεναν ομογενείς».

Τι θυμάστε  έντονα έστω από αυτές τις στιγμές;

«Όλο αυτό το σκηνικό. Πηγαίναμε να δώσουμε φιλικό με την Κολομβία και στο δρόμο έβλεπες παντού Βαλντεράμα. Θυμάμαι φυσικά και τον Μαραντόνα».

«”Ολο το βράδυ περνούσε από τις κουβέρτες μου ο Μαραντόνα”»

Όταν μάθατε ότι δεν θα παίξετε, πώς νιώσατε;

«Ήμουν προετοιμασμένος να παίξω. Έλεγε την ενδεκάδα μια μέρα πριν. Δεν ήταν όπως άλλους προπονητές που την έλεγαν πριν από το ματς. Θα έπαιζε ο Τσαλουχίδης. Πάμε στα δωμάτια, ήταν γαμ@@@ τα. Αυτός δυο μέτρα παλικάρι, άντε να στρίψει. Ο άλλος τάπας, υδραυλικός. Καταλαβαίνετε.

Το πρωί, στο πρωινό του λέω: “Κοιμήθηκες καλά;”. Και μου απαντάει: “Αν σου πω ότι όλη τη νύχτα περνούσε από τις κουβέρτες μου ο Μαραντόνα, τι θα μου πεις;”. Δεν είχε κλείσει μάτι. Πριν από τον αγώνα βγήκαμε για ζέσταμα. Είχε και μια υγρασία… Κάναμε εμείς τα σπριντ μας, την προθέρμανσή μας. Από την Αργεντινή δεν είχε βγει κανείς έξω. Κάποια στιγμή εμφανίζονται, πουθενά ο Μαραντόνα. Μετά από ώρα βγήκε μόνος, με το πάσο του, πήρε τη μπαλίτσα του, έκανε τα δικά του. Τι να λέμε τώρα; Όση προπόνηση κι αν κάναμε, ήταν άπαιχτος. Είχε άλλη επαφή με τη μπάλα, ήταν φοβερός».

Τα άλλα δύο παιχνίδια με Νιγηρία και Βουλγαρία πώς τα θυμάστε;

«Εντάξει δεν ήμασταν για να φάμε τέσσερα. Παρότι δεν κάναμε προπόνηση, για τέσσερα γκολ δεν ήμασταν. Ήταν αδικία όλο αυτό που έγινε. Είχαμε παίκτες – ονόματα το 1994».

«Ο Μανωλάς μάλωσε με τον Παναγούλια»

Θεωρείτε ότι αν δεν γίνονταν κάποια πράγματα, όπως αυτό που μας είπατε με τις άδειες του Παναγούλια, θα είχαμε διαφορετική τύχη στο Παγκόσμιο Κύπελλο;

«Ναι, έτσι πιστεύω. Όλοι οι παίκτες μας ήταν φοβεροί. Καλλιντζάκης, Χαντζίδης, Κωφίδης, Νιόπλιας, Αποστολάκης, Καραταΐδης, Μαχλάς, Δημητριάδης, Μητρόπουλος, Αλεξούδης… Δεν τους θυμάμαι όλους».

Στα αποδυτήρια τι λέγατε; Πώς διαχειριζόσασταν τις βαριές ήττες; «Έμπαινε, έβριζε ο Παναγούλιας. Κλώτσαγε, πέταγε μπουκάλια».

Είναι αλήθεια όμως ότι έδινε ψυχολογία;

«Ψυχολογία σου έδινε, αλλά το θέμα είναι ότι δεν είχε γίνει καμία προεργασία. Δεν κάναμε καν προπόνηση σας λέω. Να σε βάλουν να παίξεις μπάλα χωρίς προπόνηση;».

Αυτό ήταν λάθος της ομοσπονδίας ή του προπονητή;

«Δεν ξέρω, δεν ξέρω…».

Εσείς εκφράζατε τις αντιρρήσεις σας;

«Ναι, το λέγαμε».

Υπήρχε κανείς που να αντέδρασε έντονα;

«Ο Στέλιος Μανωλάς. Δεν έπαιξε ποτέ. Μάλωσε με τον Παναγούλια για όλα αυτά που έγιναν σε βάρος της ομάδας».

Το ζήσατε φυσικά από κοντά, αλλά έχετε δει και στο διαδίκτυο το video με τα μπινελίκια και τις φωνές του Παναγούλια;

«Ναι, πώς δεν το έχω δει. Δύο από τα μπουκάλια που κλώτσησε έπεσαν πάνω στο πόδι μου».

«Οταν μπήκε ο Ρομάριο λέω: “Αυτός είναι ο Ρομάριο”;»

Τι θυμάστε από τη μονομαχία σας με τον Ρομάριο;

«Τον είχα παίξει εδώ μέσα. Μου είχε πει ο Μπάγεβιτς να τον μαρκάρω. Ξεκινά το παιχνίδι και ο Ρομάριο ήταν εκτός ενδεκάδας. Κάνουν αλλαγή μετά από επτά λεπτά και τον βάζουν. Μπαίνει λοιπόν μέσα και τον έβλεπα να περπατάει. Έλεγα εγώ από μέσα μου: “Αυτός είναι ο Ρομάριο;”. Ε, κάποια στιγμή άρχισε να κάνει κάτι κινήσεις και με είχε στην τσίτα. Σε περνούσε στο χαλαρό».

Θεωρείτε ότι αυτοί οι παίκτες γεννιούνται με αυτό το χάρισμα;

«Ναι έτσι πιστεύω. Όπως ο Ρομάριο, ο Μέσι, ο Ρονάλντο (ο ορίτζιναλ)».

Ποια άλλη δυνατή στιγμή θυμάστε με την Εθνική;

«Την πρόκριση στον Παγκόσμιο Κύπελλο. Το ματς με τη Ρωσία, με το γκολ του Μαχλά».

«Ο Γιδόπουλος γνώριζε το ποδόσφαιρο όπως το γνωρίζει κι ο Μελισσανίδης»
Ποια είναι η άποψή σας για τον Γιδόπουλο;

«Ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος της νύχτας, είχε τα χρήματα. Γνώριζε το ποδόσφαιρο, όπως το γνωρίζει και ο Μελισσανίδης, ο οποίος τώρα θεωρώ ότι έχει ρίξει το βάρος στο γήπεδο».

Τι πιστεύετε για την εφετινή ομάδα της ΑΕΚ;

«Θεωρώ ότι έχουν γίνει κακές επιλογές, για τις οποίες έχει πληρώσει ο Μελισσανίδης. Να μην τα ρίχνουμε στον Μελισσανίδη. Αν δεν ήταν αυτός, ποιος θα ήταν; Να λέμε τα πράγματα όπως είναι. Προπονητή θα μπορούσε να είχε βρει καλύτερο. Για εμένα σε αυτή τη θέση θα μπορούσε να ήταν ο Δέλλας ή ο Μανωλάς. Οι επιλογές μου θα ήταν παιδιά που αγωνίστηκαν στην ΑΕΚ και έδωσαν και την ψυχή τους, όπως ήταν ο Σαραβάκος στον Παναθηναϊκό, όπως ήταν ο Μανωλάς στην ΑΕΚ».

Ο Σαραβάκος, βέβαια, έχουμε την αίσθηση, κοιτάζοντας τα πράγματα από απόσταση, ότι παρότι εργάζεται στον Παναθηναϊκό, δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερα ενεργό ρόλο…

«Μπορεί έξω να μην φαίνεται. Να μην το δείχνει».

«Να εργαστώ στην ΑΕΚ; Όχι, υπάρχουν άλλα παιδιά»

Σας αρέσει το σημερινό ποδόσφαιρο;

«Εμένα μου αρέσει το καθαρό ποδόσφαιρο. Θεωρώ ότι από τότε που μπήκε το στοίχημα στο ποδόσφαιρο, το μυαλό πάει στο πονηρό».

Θα καθίσετε να δείτε το ΑΕΚ – Ολυμπιακός ή το Τσέλσι – Λίβερπουλ;

«Αν παίζει η ΑΕΚ, την ΑΕΚ θα δω. Το ελληνικό ντέρμπι για να είμαι πιο ακριβής».

Αν σας προσέγγιζε η ΑΕΚ, θα αποδεχόσασταν την πρόταση να εργαστείτε στην ομάδα από κάποιο πόστο;

«Όχι, εμένα μου αρέσει εδώ. Υπάρχουν άλλα παιδιά».

Δεν βλέπετε δηλαδή τον εαυτό σας ξανά στο ποδόσφαιρο;

«Κάποια στιγμή την έβλεπα, αλλά μετά καθώς έβλεπα πώς ήταν τα πράγματα, αποσύρθηκα».

«Δεν μπορώ το “κάτσε να χάσεις”»

Τι δεν σας άρεσε;

«Το ψεύτικο. Να σου πει δηλαδή ο άλλος “κάτσε να χάσεις”».

Σας το είπαν δηλαδή έτσι; Ως προπονητής;

«Ναι. Γαμ@ τη Β’ Εθνική».

Ποιο είναι το χόμπι σας πια;

«Tο κυνήγι. Το βλέπετε εκείνο το αυτοκίνητο; Αν το ανοίξετε, θα βρείτε μέσα ρούχα για ένα μήνα, για κυνήγι. Θα βρείτε όπλα, φυσίγγια…».

«Λένε “αν έπαιζα εγώ μπάλα, δεν θα τους έβλεπα”. Και γιατί ρε μεγάλε δεν έπαιξες;»
Νιώσατε ποτέ το συναίσθημα ότι ίσως δεν είστε καλός ποδοσφαιριστής; Σε σημείο δηλαδή που να σκεφτείτε να τα παρατήσετε;

«Όχι. Θα μπορούσα όμως να γίνω και καλύτερος, ίσως όμως και χειρότερος. Θεωρώ ότι ήταν και θέμα τύχης. Θα μπορούσα στο πρώτο παιχνίδι με τον Μπάγεβιτς να τα πάω χάλια και να είχε εξελιχθεί αλλιώς η ιστορία μου. Ή προτού κάνω το βήμα στην ΑΕΚ, να μην με έβαζαν στην ομάδα του χωριού μου. Θα τα παρατούσα και θα έκανα κάτι άλλο στη ζωή μου. Ακούω καμιά φορά να λένε εδώ, αλλά και παντού, ότι “αν έπαιζα εγώ μπάλα, δεν θα τους έβλεπα”. Και γιατί ρε μεγάλε δεν έπαιξες μπάλα; Θα σου πει “ε, έμπλεξα με γκόμενες”. Γιατί μόνο εσύ είχες γκόμενες; Αν δεν στερηθείς, μπάλα δεν παίζεις».

«Ο Μπάγεβιτς ήθελε να ξέρει και με ποιον θα πήγαινα στα μπουζούκια»
Στα μπουζούκια στην Αθήνα πηγαίνατε;

«Παίρναμε άδεια από τον Μπάγεβιτς. Θυμάμαι έχει τελειώσει ένα παιχνίδι κόντρα στον ΟΦΗ, στη Νέα Φιλαδέλφεια. Είχαμε νικήσει με 3-0. Τελειώνει το ματς και πάω στο γραφείο του. Του χτυπάω, μπαίνω μέσα. “Τι είναι Βάιο;” με ρώτησε. “Θέλω άδεια” του είπα. Με ρώτησε πού θα πάω και του είπα στα μπουζούκια. “Με ποιον θα πας” με ξαναρώτησε. Λέω μέσα μου: “Ε ρε πο@στη θα σου πω και με ποιον θα πάω;”. Τρομερός. “Να πας” μου λέει. Αν δεν του έλεγα τίποτα, την άλλη μέρα θα το μάθαινε. Κάποιος θα του το ‘λεγε. Επομένως καλύτερα να τον ενημερώσεις να είσαι κι εσύ πιο ήρεμος».

«Με ήθελε ο ΠΑΟΚ επί Τροχανά»

Έχετε μετανιώσει για πράγματα που κάνατε ή δεν κάνατε;

«Ε, έτσι είναι ηζωή. Σίγουρα δεν μετάνιωσα ποτέ που πήγα στην ΑΕΚ».

Από άλλη μεγάλη ελληνική ομάδα σας προσέγγισαν ποτέ;

«Ναι, είχαν έρθει από τον ΠΑΟΚ. Τη χρονιά που ήταν πρόεδρος ο Τροχανάς. Εμένα δεν περνούσε καν από το μυαλό μου ότι θα φύγω να πάω στον ΠΑΟΚ, παρότι τα χρήματα που μου έδινε ήταν καλύτερα από αυτά που έπαιρνα στην ΑΕΚ. Πάω να μιλήσω με τον Τροχανά στα γραφεία της ΟΕ, ήταν εκεί και ο Νίκος Στράτος. Ο Τροχανάς είχε ένα χαμηλό τραπέζι, τα παπούτσια βγαλμένα, οι κάλτσες μισοβγαλμένες κι αυτές. Με ρώτησε ποιο σπίτι θα ήθελα. Έφτιαχνε τότε κάτι σπίτια στη Σητεία. “Τι σπίτι;” του λέω. Μου λέει να το κλείσουμε εκεί. “Δεν θέλω, ευχαριστώ” του απάντησα. Με ρωτάει: “Έχεις πρόταση από άλλη ομάδα;”. Του είπα ότι έχω από τον ΠΑΟΚ, αλλά ότι δεν ήθελα να φύγω από την ΑΕΚ. Αυτό ήταν».

Ο Τροχανάς τι άνθρωπος ήταν;

«Θα μπορούσε να είχε 500 άτομα να του μιλάνε όλοι, να του λένε το αντίθετο κι αυτός να έκανε το δικό του. Δεν παιζόταν με τίποτα».

Το έμβασμα από τον Ψωμιάδη και το «τι με πέρασες; Για απατεώνα;»

Από τους προέδρους που είχατε, ποιος ήταν ο καλύτερος;

«Όλοι καλά ήταν. Και ο Ψωμιάδης καλός πρόεδρος ήταν. Απλά ξέρετε τι έκανε; Έφτασα στο σημείο να μιλήσω με τον Αντωνιάδη, που ήταν τότε πρόεδρος του ΠΣΑΠ. Μου είπε ότι αν δεν μου έβαζε τα χρήματα μέχρι την τάδε ημερομηνία, μετά θα μπορούσα να πάω στα πολιτικά δικαστήρια και τρέχα γύρευε μ’ αυτόν. Είπα τότε στον Ψωμιάδη ότι δεν θέλω να φτάσω σε αυτό το σημείο. Μου είπε ότι θα έβαζε τα χρήματά μου στην τράπεζα. Τότε είχαμε την τράπεζα Εργασίας. Τι έκανε; Βάζει τα χρήματα μέσα και τα ξαναβγάζει μετά. Μπορούσε δηλαδή εντός κάποιων ωρών να τα ξανατραβήξει. Για καλή μου τύχη ήταν ένας ΑΕΚτσής στο ταμείο και μου λέει “θα σου πω εγώ τι θα κάνεις”. Μου είπε ότι θα μου άλλαζε τα δύο τελευταία ψηφία στον λογαριασμό τραπέζης, ώστε να μην μπορέσει να τα ξαναπάρει πίσω. Πάω την επομένη για προπόνηση και μου λέει: “Τι με πέρασες εμένα; Για απατεώνα; Πήγες και άλλαξες τον λογαριασμό σου;” Του απαντώ: “Εσύ πού ξέρεις ότι άλλαξα τον λογαριασμό μου. Για να ξέρεις, σημαίνει ότι κάτι πήγες να κάνεις”. Από εκεί και πέρα τι να πεις…».

Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, τα χρήματα που βγάλατε από το ποδόσφαιρο σας άφησαν ικανοποιημένο; Σας επέτρεψαν να έχετε μια πιο εύκολη ζωή;

«Ναι σίγουρα. Δεν σου φτάνουν βέβαια αυτά να ζήσεις για πάντα, γι’ αυτό ποτέ δεν σταμάτησα να δουλεύω».

Τι δουλειές κάνατε;

«Τα πάντα. Αυτή τη στιγμή κάνω εμπόριο σιτάρι, βαμβάκι. Έχω γραφείο εδώ στο χωριό και τα πάμε καλά. Δουλεύω έξι μήνες και τους άλλους έξι κάθομαι».

«Θα μπω εγώ στο αεροπλάνο με εσένα πιλότο; Ποτέ»

Από τη σημερινή ΑΕΚ ποιος παίκτης σας αρέσει;

«Καλοί παίκτες είναι, αλλά όπως είναι τα πράγματα δεν μπορείς να βγάλεις άκρη. Δεν υπάρχει σταθερότητα. Τη μία είναι καλός ο ένας, την άλλη θα είναι ο άλλος».

Με ποιους άλλους συμπαίκτες εκείνης της εποχής διατηρείτε επαφή;

«Με πολλούς. Μια μέρα με κάλεσε στη Νάξο ο Μανωλάς. Είχε βγάλει ένα δίπλωμα και είχε πάρει ένα αεροπλάνο, τετραθέσιο. Θα ήμουν εγώ, ο Τόνι και ο Χάρης ο Κοπιτσής. Ήθελε να μπούμε στο αεροπλάνο και να πάμε μαζί. Και του λέω: “Θα μπω εγώ μέσα στο αεροπλάνο και να είσαι εσύ ο πιλότος; Ποτέ. Προτιμώ να δώσω 200 ευρώ, να πάρω το καράβι μου, να βάλω μέσα το αυτοκίνητό μου και να ‘ρθω. Δεν πήγα. Έχω γνωρίσει και τον πατέρα του Κώστα. Είναι κυνηγός κι αυτός. Λαγούς».

Σε στεναχώρησε που είχε πάει στον Ολυμπιακό ο Κώστας;

«Αυτά ήταν διαφορετικά χρόνια. Το παιδί μπορεί να μην ήταν τόσο δεμένο με την ΑΕΚ. Και ο Μπάγεβιτς έφυγε από την ΑΕΚ για τον Ολυμπιακό. Όπως στους Παναθηναϊκούς δεν άρεσε που ο Μητρόπουλος, ο οποίος ήταν ίνδαλμα στον Ολυμπιακό, πήγε στην ΑΕΚ και μετά στην ομάδα τους. Ή ο Σαραβάκος. Όταν ακούς Σαραβάκος, το μυαλό σου πάει στον Παναθηναϊκό, δεν πάει στην ΑΕΚ, με την οποία μας πέρασε μόνος του στο Champions League μόνος του, στον αγώνα με τη Ρέιντζερς».

Μετά από τόσα χρόνια τι σας λείπει περισσότερο;

«Μου λείπει η ΑΕΚ, η Φιλαδέλφεια, το γήπεδο. Το παλιό γήπεδο. Όταν καμιά φορά περνούσα από την περιοχή, περίμενα να το δω και δεν έβλεπα τίποτα».

«Ρουφιανιές υπήρχαν»

Οι δημοσιογράφοι σας έπαιρναν τότε τηλέφωνο;

«Ναι, συνέχεια. Αλλά ο Μπάγεβιτς μας το απαγόρευε και δεν τολμούσαμε να κάνουμε πολλά».

Ρουφιανιές υπήρχαν τότε;

«Πάντα υπάρχουν».

Είχαν πει για εσάς τίποτα που να σας ενόχλησε;

«Όχι μωρέ. Αλλά και να ‘λεγαν, δεν έδινα σημασία».

Υπήρξε κάποιος αντίπαλος που σεβόσουν λόγω της προσωπικότητάς του;

«Ο Νίκος Τσιαντάκης, φοβερό παιδί. Από τα λίγα παιδιά».

«Όταν επέστρεψε ο Τσιάρτας από τη Σεβίλλη του κάναμε πλάκα ότι έχω πάρει εγώ το 10»
Θυμάστε καμιά ωραία ιστορία στην ΑΕΚ με κάποιον συμπαίκτη σας;

«Όταν επέστρεψε από τη Σεβίλλη ο Τσιάρτας, πριν από την προετοιμασία διαλέγαμε νούμερα. Εγώ συνήθως έπαιρνα το 3, το 13 ή το 21».

Το 13 γιατί;

«Το έχω για γούρι. Το φορούσα και στο Μουντιάλ».

Μάλιστα… Και λοιπόν;

«Έμαθα ότι θα παίρναμε τον Τσιάρτα. Είχα καλή σχέση μαζί του, του έκανα πλάκα συνέχεια. Πιάνω τον Νίκο Κορομηλά, τον φροντιστή, και του λέω: “Αν έρθει ο Τσιάρτας και σου ζητήσει το 10, πες του ότι είναι πιασμένο. Αν σε ρωτήσει ποιος το πήρε, πες του ο Βάιος”. Μιλημένος ήταν και ο συγχωρεμένος ο Γιάννης Παθιακάκης. Πάει ο Βασίλης, ξέρετε με το στυλ που έχει, και του λέει ο Νίκος: “Βασιλάκη αγόρι μου τι να σου δώσω τώρα εσένα;”. Του λέει ο Τσιάρτας: “Τι ποιο να μου δώσεις; Το 10”. Του απαντά ο Κορομηλάς: “Το 10 το πήρε ο Βάιος”. Τον κοιτάζει ο Βασίλης και του λέει: “Ο Βάιος το 10; Αυτός είναι αμυντικός”. Του ξαναλέει ο Κορομηλάς: “Ε, το ζήτησε. Είναι η τελευταία του χρονιά και το ζήτησε τιμής ένεκεν”. Πάμε στο ξενοδοχείο και ήρθε η ώρα του φαγητού. Απέναντί μου ο Βασίλης. Με κοίταγε αυτός, έτρωγα εγώ. Τον κοιτούσαμε μετά εγώ κι οι άλλοι, έτρωγε αυτός. Μιλημένοι όλοι. Πάει μετά στον Παθιακάκη και του λέει: “Κύριε Γιάννη, ο Βάιος είναι αμυντικός”. Του απαντάει ο Παθιακάκης: “Βασιλάκη αγόρι μου ο Βάιος έχει παίξει 12 χρόνια στην ΑΕΚ”. Μετά από μερικές μέρες είπαμε “κάτσε να του το δώσουμε μήπως δεν παίξει καλά και φταίει το νούμερο”».

Να κλείσουμε με τη γνώμη σας για έναν παίκτη – σύμβολο για την ομάδα, τον Ντέμη Νικολαΐδη.

«Ο Ντέμης έδωσε στην ΑΕΚ αυτά που ήταν να δώσει. Είχε τον χαρακτήρα του, βοήθησε την ομάδα. Και ως πρόεδρος πιστεύω. Συνεργάστηκα με τον Ντέμη, όταν ήμουν στην Αναγέννηση. Με βοήθησε με παίκτες λόγω ΑΕΚ».

Πηγή: Gazzetta